Ήταν 1 Οκτωβρίου 1946 όταν το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης ανακοίνωσε τις αποφάσεις του σχετικά με τις ποινές των αξιωματούχων των ναζί, οι οποίοι κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου.
Η ιδέα για τη σύσταση ενός δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου θα δικάζονταν άτομα υπεύθυνα για εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια του καταστροφικού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε συζητηθεί από τους ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών, της ΕΣΣΔ και του Ηνωμένου Βασιλείου ήδη από τα τέλη του 1942.
Τον Οκτώβριο του 1943, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούζβελτ, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο ηγέτης της ΕΣΣΔ Ιωσήφ Στάλιν υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Μόσχας, σύμφωνα με την οποία τα άτομα που κρίνονταν υπεύθυνα για εγκλήματα πολέμου σε καιρό συνθηκολόγησης έπρεπε να μεταφερθούν στις χώρες όπου διαπράχθηκαν τα εγκλήματα και να δικαστούν σύμφωνα με τους νόμους του ενδιαφερόμενου κράτους.
Για την τιμωρία σημαντικών εγκληματιών πολέμου, τα εγκλήματα των οποίων δεν μπορούσαν να περιοριστούν σε κάποια συγκεκριμένη γεωγραφική τοποθεσία, θα αποφάσιζαν από κοινού οι κυβερνήσεις των Συμμάχων.
Στις 8 Αυγούστου 1945, οι πολιτικές ηγεσίες των ΗΠΑ, της ΕΣΣΔ, της Βρετανίας και της Γαλλίας συμφώνησαν στη σύσταση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου, το οποίο θα αναλάμβανε τη διεξαγωγή της δίκης των εγκληματιών πολέμου από την πλευρά των δυνάμεων του Άξονα.
Οι τέσσερις κύριοι κατήγοροι του Διεθνούς Στρατοδικείου ήταν οι Robert H. Jackson (ΗΠΑ), Francois de Menthon (Γαλλία), Roman A. Rudenko (ΕΣΣΔ) και Sir Hartley Shawcross (Βρετανία), οι οποίοι εξέδωσαν κατηγορητήρια κατά 24 κορυφαίων αξιωματούχων των Ναζί.
Μεταξύ των κατηγορουμένων συγκαταλέγονταν ο Χέρμαν Γκέριγκ, ο Ρούντολφ Ες, ο Γιοαχίμ φον Ρίμπεντροπ, ο Βίλχελμ Κάιτελ, ο Βίλελμ Φρικ, ο Ερνστ Καλτενμπρούνερ, ο Χανς Φρανκ, ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ο Μπαλντούρ φον Σιράχ.
Ως τόπος διεξαγωγής των δικών επιλέχθηκε η Νυρεμβέργη, πόλη με συμβολική σημασία για τους ναζί, καθότι εκεί λάμβανε χώρα σε ετήσια βάση το συνέδριο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος.
Το Μέλαθρο της Δικαιοσύνης στη Νυρεμβέργη, όπου και διεξήχθησαν οι δίκες, δεν είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές κατά τη διάρκεια του πολέμου, εν αντιθέσει με άλλα αντίστοιχα κτίρια του Βερολίνου.
Οι κατηγορούμενοι κλήθηκαν να λογοδοτήσουν για τις εξής κατηγορίες:
α) συνωμοσία για τον σχεδιασμό και την εξαπόλυση επιθετικών ενεργειών και άλλων εγκλημάτων κατά της Παγκόσμιας Ειρήνης,
β) εγκλήματα κατά της ειρήνης,
γ) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και
δ) εγκλήματα πολέμου.
Την 1η Οκτωβρίου 1946, το Δικαστήριο ανακοίνωσε την ετυμηγορία του, σχεδόν έναν χρόνο έπειτα από την έναρξη των δικών. «Ο Λόρδος Λώρενς, πρόεδρος του Δικαστηρίου των Εγκληματιών Πολέμου, εκήρυξε σήμερον την έναρξιν της συνεδριάσεως ολίγον μετά την 8.30 π.μ.», ανέφερε η ανταπόκριση της «Καθημερινής» από το Λονδίνο για την 1η Οκτωβρίου, η οποία συμπεριλήφθηκε στο φύλλο της επομένης. Συνεχίζοντας, έγραφε: «Άμα τη ενάρξει της συνεδριάσεως ήρχισεν η ανάγνωσις των αποφάσεων δι’ ένα έκαστον των 21 κατηγορουμένων, καλουμένων μεμονωμένως όπως ακούσουν την ετυμηγορίαν του Διαστηρίου. Εν αρχή ανεγνώσθη η απόφασις διά τον Χέρμαν Γκαίριγκ. Αι μαρτυρίαι, είπεν ο αρχιδικαστής, σχετικώς με τον Γκαίριγκ κατέδειξαν ότι ούτε, μετά τον Χίτλερ, ήτο ο μάλλον δεσπόζων ανήρ εις το ναζιστικόν καθεστώς. Ο Γκαίριγκ ευρέθη ένοχος επί όλων των κατηγοριών. Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει –προσέθεσεν– ότι ούτος ήτο η κινούσα δύναμις εις τους επιθετικούς πολέμους και δεύτερος μόνον εις τας ενεργείας αυτάς από τον Χίτλερ. Ήτο ο σχεδιαστής και ο πρώτος θέτων τα σχέδια εις εφαρμογήν. Διά τούτο ο Γκαίριγκ ευρέθη ένοχος εφ’ όλων των σημείων της κατηγορίας».
Όσον αφορά τον επί έτη υπουργό Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Γιοαχίμ φον Ρίμπεντροπ, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «έπαιξε σημαντικόν μέρος εις τα τελικά σχέδια του Χίτλερ διά το εβραϊκόν ζήτημα και εύρε τούτον υπεύθυνον διά τα εγκλήματα εναντίον του ανθρωπισμού λόγω της δράσεώς του εις τας κατεχομένας χώρας και εις τα δορυφόρα κράτη του Άξονος».
Συνολικά το Δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο δώδεκα κατηγορούμενους, εκ των οποίων οι δέκα εκτελέστηκαν διά απαγχονισμού στις 16 Οκτωβρίου 1946, ο Γκέριγκ αυτοκτόνησε το βράδυ της 15ης Οκτωβρίου και ο Μάρτιν Μπόρμαν φαίνεται ότι σκοτώθηκε κατά το προηγούμενο διάστημα στην προσπάθειά του να αποδράσει. Τρεις κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά και άλλοι τέσσερις σε κάθειρξη 10 έως 20 ετών.