Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813), ήταν και μία από τις εξέχουσες μορφές του μοναστικού φρονήματος του 18ου αιώνα.

Ο ίδιος υπήρξε λόγιος κληρικός και διδάσκαλος του Ελληνικού Γένους, που έδρασε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και πολεμήθηκε σφοδρά τόσο από κοσμικούς όσο και από  εκκλησιαστικούς κύκλους, εξαιτίας του ότι υπήρξε εκπρόσωπος και ηγέτης των Κολλυβάδων. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Αθανάσιος Τούλιος και καταγόταν από το νησί της Πάρου. Ξεχώρισε για τη θεολογική κατάρτισή του, αλλά και για την παιδεία του, διατελώντας διδάσκαλος και σχολάρχης σε αξιόλογες πνευματικές εστίες της εποχής.

Γεννήθηκε πιθανότατα το 1721, στο Κώστο  και πήρε το όνομα Αθανάσιος. Ο πατέρας του ονομαζόταν Απόστολος Τούλιος και προερχόταν από τη Σίφνο, αλλά κατοίκησε στην Πάρο αφού νυμφεύτηκε ντόπια γυναίκα. Την πρώτη μόρφωση ο Αθανάσιος την έλαβε στον Κώστο, ενώ το 1745 μετέβη για σπουδές στη Σμύρνη, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Ιερόθεο Δενδρινό και αργότερα (1751) στην Αθωνιάδα σχολή, όπου και σπούδασε υπό τους Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη και Ευγένιο Βούλγαρη. Συγκεκριμένα από τον Νεόφυτο εκπαιδεύτηκε στα "Γραμματικά" και στα "Περί Συντάξεως" του Θεοδώρου Γαζή, ενώ από τον Ευγένιο Βούλγαρη τα φιλοσοφικά μαθήματα. Κατόπιν εκπαιδεύτηκε στη ρητορική και την ποιμαντική.

Το 1758, μετά από παρότρυνση και πίεση του Ευγένιου Βούλγαρη, δέχεται τη διεύθυνση της σχολής του Γένους στη Θεσσαλονίκη (Ελληνικό Σχολείο Θεσσαλονίκης). Στη Σχολή είχε μαθητή τον μετέπειτα νεομάρτυρα άγιο Αθανάσιο τον εν Ξηροκρήνη. Διδάσκει στη σχολή της Θεσσαλονίκης μόνο για δύο έτη καθώς η Σχολή κλείνει λόγω επιδημίας πανώλης στην πόλη. Έτσι καταφεύγει στην Κέρκυρα, όπου ολοκληρώνει τις σπουδές του δίπλα στο Νικηφόρο Θεοτόκη, σπουδάζοντας φυσική. Τελικά οδηγείται στο Μεσολόγγι, μετά από πρόσκληση του συμμαθητή του Παναγιώτη Παλαμά, που είχε ιδρύσει από το 1760 την «Παλαμιαία Σχολή». Το 1767 ως και το 1770 επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη αναλαμβάνοντας και πάλι τη σχολή του Γένους και μετά από λίγο δέχεται τιμητική πρόσκληση από το Πατριαρχείο να αναλάβει τη διεύθυνση της Αθωνιάδας σχολής.

Ο ίδιος δέχεται άμεσα και παρεπιδημεί στο Άγιο Όρος, οπού συναντά το Μακάριο Νοταρά, ο οποίος τον προτρέπει να χειροτονηθεί. Ο Αθανάσιος υπακούει και χειροτονείται απ’ τον ίδιο, πρεσβύτερος. Την εποχή αυτή θα αναμιχθεί ενεργά με τον κίνημα των Κολλυβάδων, με αποτέλεσμα όχι απλώς να διωχθεί από τη σχολή, αλλά να καταδικαστεί ως αιρετικός και να αποσχηματισθεί το 1776.

Τί ήταν οι Κολλυβάδες ;

Οι Κολλυβάδες ήταν μέλη ενός κινήματος εντός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που ξεκίνησε το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στην μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους και το οποίο αγωνίστηκε για την αποκατάσταση των παραδοσιακών πρακτικών σε αντίθεση με αδικαιολόγητες για αυτούς καινοτομίες  που πρέσβευε η νεοτερικότητα  της εποχής. Με άλλα λόγια οι Κολλυβάδες υπήρξαν ο αντίποδας των ευρωπαϊστών (δηλαδή των επηρεασμένων από τις αρχές του Διαφωτισμού) που είχαν εκπρόσωπό τους τον Αδαμάντιο Κοραή.

Το όνομα του κινήματος προέρχεται από τα κόλλυβα (βρασμένο σιτάρι) που χρησιμοποιούνται για την τέλεση των μνημόσυνων. Οι υποστηρικτές του κινήματος ήταν Αθωνίτες μοναχοί που ήταν αυστηρά προσκολλημένοι στην Ιερή Παράδοση και επέμεναν ότι τα μνημόσυνα δεν πρέπει να τελούνται τις Κυριακές, γιατί αυτή είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, αλλά το Σάββατο, που είναι η συνηθισμένη ημέρα για να τιμάται η μνήμη των νεκρών. Ήταν επίσης υπέρ της συχνής λήψης της Θείας Κοινωνίας και εξασκούσαν την αδιάκοπη προσευχή της καρδιάς.

Επικεφαλής του κινήματος ήταν ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (δάσκαλος του Αγίου Αθανασίου), ο Άγιος Μακάριος Νοταράς, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, και φυσικά ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.

Η ζωή του μετά την καθαίρεση

Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη ως καθηγητής σε γυμνάσιο και αποκαθίσταται το 1781. Παραμένει στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1786, όπου συνεργάζεται στενά με το Νικόδημο Αγιορείτη στο πολύ σπουδαίο έργο έκδοσης των έργων του Γρηγορίου Παλαμά. Συνεχίζει όμως και πολύ σπουδαίο ιστορικό, υμνολογικό, φιλοσοφικό και παιδαγωγικό έργο, με αποτέλεσμα «να αποτελέσει από τους σημαντικότερους συντελεστές της αναζωογόνησης και της πνευματικής ανάτασης των σκλαβωμένων Ελλήνων». Το 1786 αναχωρεί για την Πάρο, αλλά ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος δεν του επιτρέπει να προσαράξει στο νησί, με αποτέλεσμα να κατευθυνθεί προς τη Χίο. Εκεί αναλαμβάνει μία σχολή, όπου την οδηγεί σε σημαντική ακμή, αποχωρώντας σε ηλικία 90 ετών. Πέθανε δύο χρόνια αργότερα στις 24 Ιουνίου του 1813 στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Ρεστών.

Η εκκλησία τον τιμά στην ημερομηνία της τελευτής του και του αποδίδει το απολυτίκιο: «Σοφία κοσμούμενος, παντοδαπεί ευσεβώς, διδάσκαλος ένθεος, της Εκκλησίας Χριστού, και βίου ορθότητος, στήλη λαμπρά ωράθης ,Αθανάσιε Πάτερ. Όθεν η νήσος Πάρος, τη ση δόξη καυχάται, και πάντες σου τα θεία, τιμώμεν προτερήματα».

Το κοινωνικοπολιτικό όραμα του Αθανασίου

Ο Άγιος Αθανάσιος ανέπτυξε θεματολογία η οποία δεν έμεινε στα στενά θεολογικά πλαίσια, αλλά σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά. Ο ίδιος ήταν πολυμαθής και ταυτόχρονα πολύγλωσσος, με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνεται τις κοσμογονικές αλλαγές που επέφερε ο διαφωτισμός στην Ευρώπη. Έτσι αρχίζει με την αρκετά συντηρητική του γλώσσα να κρίνει τα πολικά δρώμενα και μορφώματα στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, συγγράφει βιβλίο «Πατερική Διδασκαλία», κατά το οποίο αντιτίθεται στις φιλελεύθερες προτάσεις των διαφωτιστών για επανάσταση. Το βιβλίο γίνεται αιτία για επιθέσεις ενάντια στην εκκλησία από τους διαφωτιστές, οι οποίοι την κατηγορούν για φιλοτουρκισμό και δουλοφροσύνη, αν και είναι φανερό πως απηχούσε τη συντριπτική μερίδα των Φαναριωτών, οι οποίοι ζούσαν με το μόνιμο φόβο ότι μία τοπική εξέγερση, ακόμα και σε περίπτωση επιτυχίας, θα εξέθετε το υπόλοιπο τμήμα των Ελλήνων στην εκδικητική μανία των Τούρκων. Ένας φόβος διόλου αβάσιμος, με βάση γεγονότα που προηγήθηκαν (π.χ. Ορλωφικά) και που συνεχίστηκαν μέχρι και το 1922.

Η κόντρα με τον Αδαμάντιο Κοραή

Ο Κοραής απαντά προσωπικά στο βιβλίο αυτό με την «Αδελφική Διδιασκαλία», στην οποία με οξείς προσωπικούς χαρακτηρισμούς προς τον Αθανάσιο, αλλά και τις γενικότερες ιδέες του, θέλει να πείσει πως αυτές οι ιδέες δεν απηχούν το σύνολο του Ελληνικού λαού. Εκεί ακριβώς αρχίζει να διαφαίνεται και η διαφορά δύο ολόκληρων κόσμων. Οι διαφωτιστές και ο Κοραής απηχούν τις ευρωπαϊκές ιδέες οι οποίες απαιτούν ένα καθαρά εθνικό κράτος, σύμφωνα με τα οράματα των ουμανιστών, με βάση μία αρχαιοελληνική γεωγραφική σύσταση των ορίων, ενώ ο Αθανάσιος και οι πιο συντηρητικοί το σχήμα ενός παραδοσιακού πολυεθνικού κράτους. Ο στόχος αυτού του σχήματος είναι να καταφέρουν να διασωθούν και οι μικρές μερίδες Ελλήνων που ήταν διάσπαρτες στα όρια του Οθωμανικού κράτους καθώς σε ένα στενά γεωγραφικό ελλαδικό σχήμα θα τις άφηνε εκτεθειμένες στις ορέξεις των Οθωμανών και τελικά στον αφανισμό της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Έτσι στα μάτια του Αθανασίου η σύσταση του εθνικού κράτους σημαίνει άμεσο αφανισμό του Ελληνισμού.

Ο Χρήστος Γιανναράς, σημειώνει ότι το σχήμα αυτό δεν αποτελούσε εύκολο φιλοτουρκισμό, ούτε εθελοδουλία, αλλά ένα κοσμοείδωλο πλήρως διαφορετικό από το στενό εθνικιστικό οικοδόμημα του διαφωτισμού. Ένα οικουμενικό σύστημα, το οποίο είχε αρχίσει να αποδίδει καρπούς, αφού οι Έλληνες ήδη είχαν πλέον στελεχώσει νευραλγικές θέσεις του οθωμανικού κράτους, ενώ το εμπόριο και η ναυτιλία είχε κατά βάση περάσει στα ελληνικά χέρια. Με άλλα λόγια οι Φαναριώτες και οι πιο συντηρητικές τάξεις, πίστευαν σε μία εκ των έσω κατάληψη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η σύγκρουση τελικά Κοραή και Αθανασίου, δεν αποτελούσε απλώς μία σύγκρουση προοδευτικών και συντηρητικών, αλλά την αντιπαράθεση δύο διαφορετικών πολιτικών οραμάτων που το καθένα ανταποκρινόταν σε διαφορετικό τύπου ελληνισμό. Τον Ελληνισμό του Γένους ή τον Ελληνισμό μίας εθνοφυλετικής ελληνικότητας που θα αντλούσε την ταυτότητά της απευθείας από την κλασσική Ελλάδα, διασκελίζοντας 10 αιώνες Βυζαντίου.

Πηγή: Wikipedia, Βιβλίο: «Το έργο των Κολλυβάδων»