Το άλλο πρόσωπο της Πάρου που έρχεται από τα παλιά
Στην καρδιά του Αυγούστου η Πάρος, η πλανεύτρα, επιμένει να μαγνητίζει επισκέπτες από τα πέρατα του κόσμου. Το νησί ασφυκτιά. Ανηφορίζω στον Αϊ-Γιώργη, που αγναντεύει τον κόλπο της Νάουσας, για να συναντήσω τον Γιώργο Αρκουλή και να μιλήσουμε για τα δύσκολα μονοπάτια της παράδοσης που ο ίδιος επιμένει να διαβαίνει.
Η Νάουσα στα πόδια μου, με τα ολόλευκα, ασβεστωμένα σπιτάκια της, το απέραντο μπλε να την αγκαλιάζει και τα λευκά γλαροπούλια να κάνουν πτήσεις στον αφρό των κυμάτων. Με υποδέχεται ο Γιώργος και ο μικρός –από τους τρεις– γιος του, ο Ηλίας, μαζί με τα σκυλάκια-φύλακες του σπιτιού. Ο οκτάχρονος Ηλίας τρέχει χαρούμενος να ρίξει τα τσαμπιά με τα σταφύλια στον σπαστήρα για τη σούμα.
Χρόνια τώρα ο Γιώργος επιμένει να υποστηρίζει στην πράξη ότι υπάρχει και αυτή η Πάρος, που οι άνθρωποί της κρατούν την παράδοση αξιοποιώντας τα αγαθά του νησιού όπως γινόταν πριν από πολλά χρόνια. Ο Γιώργος Αρκουλής, ο Κατσάγριλας, όπως τον ξέρουμε όλοι στη Νάουσα, καλλιεργεί στα χωράφια του ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, πατάτες, κριθάρι, ρεβίθια μικρόσπερμα, πεπόνια, καρπούζια, σταφύλια. Με το γάλα από τα ζώα του τυροκομεί εξαιρετικά τυριά.
Θα το διαπιστώσεις όταν δοκιμάσεις τη χιονάτη ξινομυζήθρα του ή το πικάντικο λαδοτύρι του. Αξιοποιεί τη μικρή παραγωγή του με τον καλύτερο τρόπο. Οι ντομάτες που περισσεύουν γίνονται πελτές, τα λιαστά σταφύλια δίνουν γλυκό κρασί και σταφίδες και τα υπόλοιπα θα μπουν στο καζάνι για τη σούμα. Στον φιλόξενο χώρο του Γιώργου παίρνεις αληθινή γεύση του νησιού, που έχει ταξιδέψει αλώβητη στον χρόνο έως τις μέρες μας.
Κατευθυνόμαστε στον χώρο με το καζάνι όπου γίνεται η σούμα και που κάθε γωνιά του σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές. Μαγεύεσαι από τα παλιά έπιπλα, τα σκεύη της κουζίνας που κρέμονται στον κόκκινο τοίχο τον βαμμένο με λαδομπογιά. Καλάθια με ντομάτες και λιγοστά καρπούζια και πεπόνια της φετινής παραγωγής αναπαύονται υπομονετικά σε μια γωνιά και μοσχοβολούν.
Στο παλιό ξύλινο τραπέζι που είναι ντυμένο με το λουλουδάτο πλαστικό τραπεζομάντιλο, ο Γιώργος με τρατάρει σούμα, ντομάτες από το μποστάνι του, βρεγμένα κρίθινα παξιμάδια ζυμωμένα από τα χέρια του και δίπλα ξινομυζήθρα που μοσχοβολάει φρεσκάδα. Τσουγκρίζουμε τα σφηνάκια μας με τη σούμα και αρχίζουμε την κουβέντα.
«Μου αρέσει η επαφή με τη φύση. Από 20 χρονών φυτεύω αμπέλια. Κουβεντιάζω με το αμπέλι. Είμαι ένας από τους τελευταίους που ασχολούνται με την αγροτική παραγωγή», λέει και χαμογελάει με πίκρα γιατί η πρώτη, η ειδυλλιακή εικόνα δεν είναι και η πραγματική.
Πίνει μια γουλιά σούμα και συνεχίζει: «Έχω κτήματα και είπα να μην πάνε χαμένα και έτσι ξεκίνησα να καλλιεργώ την παριανή γη. Ο κόσμος ζήταγε τα αγροτικά προϊόντα και όλα έδειχναν ότι προσφέρουν ένα καλό μέλλον. Πριν, όμως, από πέντε χρόνια ξεκίνησε η ανομβρία και άρχισε να μειώνεται η παραγωγή. Αν δεν βρέξει, δεν έχεις παραγωγή και δεν μπορείς να συνεχίσεις. Ακόμη όμως και ο περίγυρος αλλάζει. Κάποτε οι αμπελώνες ξεκινούσαν από τις Κολυμπήθρες και έφταναν στην Παροικιά.
Τώρα έχω πρόβλημα με τις κατσίκες μου, γιατί με τις βίλες που χτίστηκαν ολόγυρα φοβάμαι μην πάνε να φάνε τους κήπους τους. Μέχρι που έβγαλα και τα κουδούνια από τον λαιμό τους για να μην ενοχλεί ο ήχος τους. Καθημερινά το πρωί ασχολούμαι με τα ζώα, χρειάζονται φροντίδα, έχουν δεσμεύσεις. Τα νέα παιδιά μού λένε ότι τους αρέσει η τυροκόμηση, όμως στα λόγια είναι ωραία, στην πράξη είναι τα δύσκολα. Εγώ έχω διαλέξει τον δρόμο μου, όμως τα ίδια μου τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται να συνεχίσουν την παράδοση, έχουν άλλα ενδιαφέροντα.
Δεν βλέπω να έχει μέλλον η αγροτική παραγωγή, δεν έχει κέρδος ικανό να σε τραβήξει. Ευτυχώς που ασχολούμαι μόνος μου με τις αγροτικές δουλειές. Μου αρέσει να είμαι ανεξάρτητος και αφεντικό. Από το σπίτι μου δεν λείπει τίποτα, έχω κηπευτικά, φρούτα, ελαιόλαδο αλλά και σαπούνι που φτιάχνω μόνος μου, παξιμάδια από κριθάρι ή στάρι που ζυμώνω και φουρνίζω στον ξυλόφουρνο. Τυροκομώ τα παλαιά τυριά που έφτιαχναν στο νησί, ξινομυζήθρα, ανθότυρο, κεφαλοτύρι, τουλουμίσιο και λαδοτύρι».
Η φετινή χρονιά φαίνεται να είναι πολύ δύσκολη. «Φοβάμαι», λέει ο Γιώργος, «πως θα ξεραθούν τα αμπέλια, η παραγωγή είναι πολύ μικρή. Το ίδιο στις ντομάτες, στις ελιές, στα σύκα. Έχω φυτέψει 100 συκιές και φέτος έκοψα και γέμισα μόνο έναν κουβά σύκα. Μιλάμε για ένα δέντρο που ουδέποτε το ποτίζαμε, τώρα το κλίμα έχει αλλάξει. Θυμάμαι που οι παλαιοί έλεγαν ότι τον Αύγουστο το αμπέλι "αισθάνεται" την παραγωγή που θα κάνει του χρόνου.
Δεν ξέρω καν αν θα καταφέρω φέτος να βγάλω σούμα στο ρακιδιό μου. Ξεκίνησε το 1980 και εγώ το εξέλιξα από το 2002, ξεκινώντας με τις παρέες που μαζευόμαστε Οκτώβρη και Νοέμβρη και κάναμε καζάνι. Και το κριθάρι το ίδιο. Έως και τη δεκαετία του ’90 η Πάρος τροφοδοτούσε με κριθάρι όλες τις Κυκλάδες και πέρσι αγόρασα σανό από τη Θήβα για να ταΐσω τα ζώα.
Προσπαθώ να κρατήσω την παράδοση και με τον αγροτουρισμό. Εδώ και 2 χρόνια με τη γυναίκα μου, τη Μαρία, δεχόμαστε στο κτήμα μας μικρές ομάδες τουριστών που θέλουν να παρακολουθήσουν την τυροκόμηση, να περπατήσουν στα αμπέλια και στον ελαιώνα. Να μαζέψουν κηπευτικά από τον μπαξέ και να μαγειρέψουν γεμιστά, ρεβίθια, μουσακά. Οι ξένοι επισκέπτες έχουν μάθει να τρώνε από τα βαζάκια και εντυπωσιάζονται από τη φύση, τον κήπο με τις ντομάτες και τις μελιτζάνες αλλά και από το άρμεγμα των ζώων».
Αφήνοντας τον Γιώργο με το αγροτόσπιτό του, τα ζώα του, τις καλλιέργειες, το ρακιδιό, και κατηφορίζοντας από το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη προς τη Νάουσα, μπαίνεις σε έναν άλλο κόσμο. Αυτοκίνητα πολλών κυβικών και γουρούνες, που οδεύοντας προς τα υψηλών ντεσιμπέλ beach bars των κοντινών παραλιών στήνουν ένα «ανθεκτικό» αυγουστιάτικο μποτιλιάρισμα στον περιφερειακό της Νάουσας.
Τα παλιά σπιτάκια «ανακαινίζονται» με αμφιλεγόμενη αισθητική που αλλάζει το κυκλαδίτικο τοπίο, σκάμματα που περιμένουν να υποδεχτούν τόνους μπετόν, γιαπιά που δουλεύονται γρήγορα για να πάρουν σχήμα. Τα γραφεία real estate, τα οποία στην Πάρο έγιναν περισσότερα από τα αθηναϊκά βίντεο κλαμπ της δεκαετίας του '80, δείχνουν ότι ο αγώνας μεταξύ της γης που θα καρπίσει και αυτής που θα πουληθεί ακριβά και θα τσιμεντωθεί είναι μάλλον άνισος. Ή μήπως όχι; Το κοντινό μέλλον θα δείξει.
Κείμενο: Νίκη Μηταρέα/Lifo