Ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου 1947. Το πλοίο Χειμάρρα, έπλεε στο Νότιο Ευβοϊκό, 1,5 μίλι από τη νησίδα Καβαλλιανή.

Εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη – Πειραιά, έχοντας εκείνη την ημέρα 530 επιβάτες και 86 άτομα πλήρωμα. Μια φοβερή έκρηξη συγκλόνισε το πλοίο, η οποία σε συνδυασμό με τη διακοπή της ηλεκτροφώτισης και το απόλυτο σκοτάδι που ακολούθησε, έσπειρε τον πανικό στους επιβαίνοντες. Από την έκρηξη προκλήθηκε μεγάλο ρήγμα στα ύφαλα του πλοίου, ανατινάχτηκαν τα καζάνια, αχρηστεύτηκε ο ασύρματος του πλοίου. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, σ’ αυτό οφείλεται και το γεγονός ότι ο ασυρματιστής δεν μπόρεσε να εκπέμψει σήμα κινδύνου, αν και διέθετε βοηθητικές μπαταρίες, καθώς καταστράφηκαν οι λυχνίες.

«Στις 4:15 το πρωί ένας φοβερός κρότος ανατάραξε το καράβι. Για λίγα δευτερόλεπτα κατόπιν κανένας δε φώναζε. Όλοι κράτησαν την αναπνοή τους από το ξάφνιασμα. Αμέσως όμως με το σβήσιμο των φώτων, την ολιγόλεπτη αυτή ησυχία, διεδέχθησαν κραυγές τρόμου και απογνώσεως. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά άρχισαν να τρέχουν προς το κατάστρωμα. Εν τω μεταξύ από το σημείο που ακούστηκε περισσότερο η έκρηξις άρχισε να βγαίνη πυκνός καπνός. Στη στιγμή αυτή του πανικού πολλά παιδιά και γυναίκες ποδοπατηθήκανε από άνδρες. Τέτοιος ήταν ο τρόμος όλων, ώστε να υπολογίζη καθένας μόνο την ατομική του σωτηρία. Ο πλοίαρχος για να καθησυχάση τους επιβάτας φώναξε πώς δεν πρόκειται περί σοβαρού δυστυχήματος, αλλ’ ότι διερράγησαν οι σωλήνες του ατμού. Η διαβεβαίωσις όμως του πλοιάρχου δεν έφερε το ποθούμενον αποτέλεσμα. Οι εξακόσιοι περίπου επιβάτες μαζεμένοι τώρα στο κατάστρωμα δεν καθησύχασαν, ακριβώς γιατί από την πρώτη στιγμή του δυστυχήματος δεν νοιώσανε στιβαρό χέρι στην ηγεσία του πλοίου. Ήταν κάτι το φοβερό. Τα παιδιά κλαίγανε κι’ οι μητέρες τους τρελές από αγωνία τα σφίγγανε στην αγκαλιά τους να τα ζεστάνουν, αλλά και να τα προφυλάξουν –έτσι νόμιζαν- από το θάνατο που ήταν κοντά. […] Σε μια στιγμή όμως που ένιωσα το πλοίο να χάνεται στα νερά πήδησα στη θάλασσα. Κοντά μου δύο γυναίκες, μάνα και κόρη πάλευαν απεγνωσμένα για να κρατηθούν στην επιφάνεια. Σε λίγο κόρη έπαψε τις φωνές. Μέσα στο σκοτάδι η μητέρα που δεν άκουγε πλέον το παιδί της, άρχισε να ουρλιάζη από τον πόνο. Θρηνούσε το παιδί της, και προσπαθούσε να ζήση. Στο πτώμα της κόρης κρατήθηκα για λίγην ώρα. Όταν αργότερα με βγάλανε στη στεριά στα κουμπιά του σακακιού μου είχε μείνει μια τούφα απ’ τα μαλλιά της κόρης».

«Διεδραματίσθησαν αφάνταστοι σκηναί φρίκης» αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής.

Η επιχείρηση εγκατάλειψης του πλοίου χαρακτηρίστηκε από έλλειψη οργάνωσης.

«Η βία, η δύναμις του ισχυροτέρου, τυφλώνουν εις τον μεγάλον πανικόν. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. […] Οι λυγμοί των γυναικών, τα κλάματα των παιδιών δεν λυγίζουν κανένα. Πολλοί έρχονται στα χέρια. Το σκάφος έχει 6 βάρκες. Οι πέντε έχουν κι’ όλας απομακρυνθή. Της μιας σπάζουν τα σκοινιά καθώς την κατέβαζαν από το βάρος και το φορτίο της άδειασε στη θάλασσα»

Οι ναυαγοσωστικές λέμβοι και σχεδίες βυθίζονταν από το μεγάλο αριθμό των επιβαινόντων ή ανατρέπονταν πριν ακόμη επιβιβαστούν σ’ αυτές οι ναυαγοί. Οι έρευνες για την αναζήτηση και διάσωση των ναυαγών στα παγωμένα νερά του Ευβοϊκού, άρχισαν με καθυστέρηση δέκα ωρών. Ο τραγικός απολογισμός, 374 νεκροί. Το ναυάγιο της Χειμάρρας, το πλέον πολύνεκρο ναυτικό δυστύχημα στις ελληνικές θάλασσες, χαρακτηρίστηκε ως «Ο Τιτανικός της Ελληνικής Ακτοπλοΐας».

Στο πλοίο επέβαιναν μεγάλος αριθμός γυναικών και παιδιών καθώς και πολλοί οπλίτες, οι οποίοι πέφτοντας με τα βαριά στρατιωτικά ρούχα στη θάλασσα, βυθίζονταν αμέσως.

Τα σενάρια για τα αίτια του ναυαγίου, πολλά. Πρόσκρουση στις βραχονησίδες «Βερδούγια» λόγω της πυκνής ομίχλης που επικρατούσε, πρόσκρουση σε θαλάσσια νάρκη, απομεινάρι του πολέμου, έκρηξη του ατμολέβητα λόγω ωρολογιακού εκρηκτικού μηχανισμού, ακόμη και σαμποτάζ καθώς η χώρα βρίσκεται στην εμφυλιοπολεμική περίοδο και στο Χειμάρρα επέβαιναν 36 πολιτικοί κρατούμενοι που μεταφέρονταν σε διάφορους τόπους εξορίας. Ενδεικτική η αναφορά της εφημερίδας ‘’Εστία’’ : «…οι κομμουνισταί είχαν κάθε λόγον να εξαφανίσουν μεταφερομένους συμμορίτας διά να λείψουν αι αναμφισβήτητοι αποδείξεις περί της αναρχοκομμουνιστικής δράσεως».

Σύμφωνα με το πόρισμα των πρώτων ανακρίσεων «το τραγικόν ναυάγιον οφείλεται μάλλον εις πρόσκρουσιν επί μαγνητικής νάρκης, ασχέτως από το γεγονός ότι το σκάφος διέθετεν αντιμαγνητικήν ζώνην, ήτις όμως φαίνεται πως δεν ελειτούργει κατ’ εκείνην την στιγμήν. Οι ανακριθέντες εξαίρουν γενικώς την ψύχραιμον στάσιν του πλοιάρχου και αναφέρουν ότι ο μεγάλος αριθμός των θυμάτων οφείλεται εις τον πανικόν όστις κατέλαβε τους επιβάτας κατά την ώραν της εκρήξεως»

Σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις, η νάρκη παρασύρθηκε από τη θαλασσοταραχή, προς το δίαυλο ναυσιπλοΐας, ενώ το πλοίο θεωρήθηκε ότι δεν πέρασε από το δίαυλο, αλλά πιο αριστερά.

Οι πραγματογνώμονες δεν κατέληξαν σε κοινό συμπέρασμα για τα αίτια του τραγικού ναυαγίου. Σύμφωνα πάντως με το πόρισμα που προέκυψε από τις ανακρίσεις τις οποίες διενήργησε η Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων το πλοίο προσέκρουσε στη ύφαλο, καθώς είχε παρεκκλίνει της ορθής πορείας του μέσα στο δίαυλο. Δεν πέρασε αριστερά από τον φάρο Βερδούγι αλλά παρέμεινε στη δεξιά πλευρά με αποτέλεσμα να πέσει στη βραχονησίδα.

Λόγω των καιρικών συνθηκών και της υπερφόρτωσης του πλοίου – «μας είχαν στοιβάξει σαν σαρδέλες» όπως ανέφεραν επιζώντες – ο πλοίαρχος προτίμησε να μην πλεύσει ανοιχτά της Εύβοιας, στο Αιγαίο, αλλά μέσω του Ευβοϊκού.

Το πόρισμα δεν δέχτηκε τα σενάρια του εκρηκτικού μηχανισμού ή της πρόσκρουσης σε νάρκη. Δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των ναζί από την Ελλάδα, οι θάλασσες δεν είχαν καθαριστεί από τα ναρκοπέδια που είχαν δημιουργήσει οι Γερμανοί την περίοδο της Κατοχής.

Το «Χειμάρρα», ένα πρώην γερμανικό νοσοκομειακό πλοίο, 1500 τόνων, δόθηκε στην Ελλάδα ως πολεμική επανόρθωση και ανήκε στο Δημόσιο. Το 1999, καταδυτική ομάδα ανακάλυψε το ναυάγιο στα νερά του Ευβοϊκού.

Πηγή: ΕΡΤ