Σαν σήμερα, 7 Νοεμβρίου: Η συγκλονιστική ιστορίας της Ελένης από το Κωσταλέξι
Επί 29 ολόκληρα χρόνια όλοι ήξεραν αλλά κανείς δε μιλούσε. Μέχρι που το απόστημα έσπασε και αποκαλύφθηκε η φρίκη. Η Ελένη από το Κωσταλέξι. Μια ιστορία που ακόμα και σήμερα προκαλεί φρίκη και αποτροπιασμό. Το όνομα του χωριού, άλλωστε, χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα όταν κάποιος βρίσκεται κλειδωμένος και εγκλωβισμένος χωρίς τη θέλησή του σε έναν μικρό χώρο κάτω από απάνθρωπες συνθήκες.
Αρχές Νοεμβρίου του 1978. Μια ανώνυμη καταγγελία προκαλεί σοκ. Ο άγνωστος λέει πως μια γυναίκα βρίσκεται φυλακισμένη στο υπόγειο του σπιτιού της. Κάποιοι λένε πως η καταγγελία αυτή έγινε σε έναν χωροφύλακα. Κάποιοι άλλοι λένε πως έγινε σε έναν δημοσιογράφο. Μικρή σημασία έχει. Αυτό που έχει σημασία είναι το τι ανέφερε αυτή η πληροφορία: Μια νεαρή κοπέλα βρίσκεται σχεδόν τρεις δεκαετίες φυλακισμένη μέσα στο υπόγειο του σπιτιού της στο Κωσταλέξι, ένα μικρό χωριό της Λαμίας!
Στις 6 Νοεμβρίου 1978, οι αστυνομικοί μαζί με τους δημοσιογράφους (ένας από αυτούς ήταν ο Πάνος Σόμπολος ως ρεπόρτερ της ΥΕΝΕΔ) πήγαν στο συγκεκριμένο χωριό, έφτασαν στο σπίτι της οικογένειας Καρυώτη και ζήτησαν, παρουσία εισαγγελέα, να ερευνήσουν το υπόγειο.
Όταν η πόρτα άνοιξε βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα αποτρόπαιο. Μια νεαρή γυναίκα, βρώμικη, γυμνή σε συνθήκες που ούτε ζώα δε θα μπορούσαν να ζήσουν. Ήταν γυμνή, σκεπασμένη μόνο με μια κουβέρτα. Η δυσοσμία ήταν κάτι παραπάνω από έντονη. Η κοπέλα καθόταν κουλουριασμένη σε μια γωνία, δε μιλούσε, δεν κουνούσε και το βλέμμα της ήταν παγωμένο και απλανές. Την επόμενη ημέρα, στις 7 Νοεμβρίου, η Ελλάδα «παγώνει» και η φρίκη αποκαλύπτεται σε όλο της το μέγεθος. Η γυναίκα αυτή βρίσκεται εκεί 29 χρόνια και τον ρόλο του δεσμοφύλακά της τον είχε αρχικά ο πατέρας της και μετά τα αδέρφια της.
«Επρόκειτο για χώρο που έβαζαν όλα τα αγροτικά εργαλεία. Υπήρχαν τσουβάλια, αν θυμάμαι καλά, με σιτάρι, ενώ δίπλα στην Ελένη υπήρχε μια παλιά κουβέρτα με την οποία σκεπαζόταν. Πιο πέρα υπήρχε μια ξύλινη κασέλα, για την οποία, αργότερα η Ελένη, όταν συνήλθε κάπως, είπε ότι κάποιες φορές που έκανε πολύ κρύο τον χειμώνα, έμπαινε μέσα σ’ αυτή για να ζεσταθεί και να κοιμηθεί.
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι το γεγονός ότι δεν υπήρχε πουθενά τουαλέτα και τις σωματικές της ανάγκες, σύμφωνα με κάποιους γείτονες, τις έκανε στον ίδιο χώρο που ζούσε η Ελένη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει στον χώρο έντονη δυσοσμία…» έγραψε ο δημοσιογράφος Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του «Τα τραγικά γεγονότα της τελευταίας τριακονταετίας όπως τα έζησα».
Οι άνθρωποι που μπήκαν μέσα στο υπόγειο στο Κωσταλέξι προσπάθησαν να την κάνουν να μιλήσει αλλά εκείνη ήταν σαν αγρίμι. Δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει. Όταν μετά από αρκετή ώρα οι αστυνομικοί κατάφεραν να την πλησιάσουν, την έντυσαν και τη μετέφεραν στο νοσοκομείο της Λαμίας και από εκεί, μετά από μερικές ημέρες, σε ψυχιατρικό ίδρυμα όπου η νεαρή κοπέλα μετατρέπεται σε αξιοθέατο αφού στο δωμάτιο της δεν υπήρχε φύλαξη και όποιος ήθελε έμπαινε, έβγαινε, την τραβούσε φωτογραφίες κλπ.
Για πολύ καιρό η Ελένη δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με κανέναν. Οι γιατροί διαπίστωσαν πως δεν μπορούσε να αντιληφθεί σε ποια εποχή ζούσε. Ο εγκλεισμός της είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Όταν τη ρωτούσαν έλεγε πως ήταν 18 ετών ενώ στην πραγματικότητα όταν τη βρήκαν ήταν 47! Είχε μείνει στην ηλικία που ήταν όταν τη φυλάκισαν! Τα 29 χρόνια που η ίδια δεν υπολόγιζε (ή δεν μπορούσε να υπολογίσει) ήταν ακριβώς τα χρόνια που κρατήθηκε στο υπόγειο του σπιτιού της στο Κωσταλέξι.
Για την υπόθεση βρέθηκαν κατηγορούμενα τα αδέρφια της Ελένης. Ο Ευθύμης, η Μαρία και η Ολυμπία Καρυώτη που κατηγορήθηκαν για αρπαγή, βαριά σκοπούμενη βλάβη και έκθεση σε κίνδυνο σε βαθμό κακουργήματος. Προφυλακίστηκαν και κινδύνεψαν με λιντσάρισμα όταν προσήλθαν για κατάθεση στον ανακριτή Λαμίας. Στη δίκη που ακολούθησε τα τρία αδέρφια αθωώθηκαν καθώς κρίθηκε πως ναι μεν την κρατούσαν φυλακισμένη αλλά και τα ίδια ήταν εντελώς ακατάλληλα να της προσφέρουν έστω και τα στοιχειώδη.
Η εξαφάνιση – μυστήριο της Ελένης
Στις εφημερίδες της εποχής γράφτηκαν σημεία και τέρατα. «Μια πιο ανθρώπινη κοινωνία, το τονίσαμε ήδη, θα είχε στείλει εδώ και πολλά χρόνια στο χωριό Κωσταλέξι, αντί τον εισαγγελέα, την αστυνομία, τις κάμερες και τους φωτορεπόρτερ, τους γιατρούς της, τα φάρμακά της, τους κοινωνικούς λειτουργούς της. Φτάσαμε στο σημείο ακόμα και αποκαλυπτικές συνεντεύξεις να διαβάσουμε, με ένα άτομο τόσο βαριά διανοητικά άρρωστο όπως η Ελένη. Η εμπορική επιτυχία της επιχείρησης είναι αναμφισβήτητη. Τα φύλλα έγιναν ανάρπαστα. Οι εργοδότες μας ασφαλώς θα είναι ενθουσιασμένοι. Μόνο που το επάγγελμά μας διατρέχει ένα σοβαρό κίνδυνο. Να πάψει να είναι λειτούργημα», έγραφε ο Γιάννης Θεοδωράκης, αδερφός του Μίκη, κάνοντας μια αυτοκριτική ως δημοσιογράφος.
Η υπόθεση «πουλούσε» και οι δημοσιογράφοι έγραφαν το ένα ακραίο σενάριο μετά το άλλο. Το κορυφαίο από αυτά ήταν πως η Ελένη είχε ερωτευτεί τον δάσκαλό της ο οποίος στον εμφύλιο ήταν με τους Αριστερούς, αντάρτης του Ε.Λ.Α.Σ. όπως έλεγαν και επειδή η δεξιά οικογένειά της αυτά δεν τα σήκωνε τη φυλάκισε για να τον ξεχάσει. Υπήρχαν και αυτοί που έκαναν την «ερωτική» ιστορία πιο δραματική. Βεβαίωναν ότι ο αντάρτης είχε σκοτωθεί μπροστά στα μάτια της Ελένης από τη συμμορία παρακρατικών του ακροδεξιού Θύμιου Τσαμαδιά! Στην αρχή τον έλεγαν Τόλη. Μετά Γιώργο. Οι δημοσιογράφοι έγραφαν τη μια ιστορία μετά την άλλη.
Τα περισσότερα, πάντως, για να είμαστε δίκαιοι δεν τα έβγαζαν από την «κοιλιά» τους. Τους τα έλεγαν οι κάτοικοι του χωριού που ξαφνικά... θυμήθηκαν και ήθελαν να μιλήσουν. Διεκδικούσαν και αυτοί τα 5 λεπτά δημοσιότητας που τους αναλογούσαν. Τελικά, κάποιοι από τους δημοσιογράφους ακολούθησαν τα «χαμένα ίχνη» του μεγάλου έρωτα της Ελένης. Η «Απογευματινή», μάλιστα, τον είχε... βρει και με μεγάλα γράμματα και μια φωτογραφία του έγραφε το Σάββατο 11 Νοεμβρίου «Ελένη, αυτός είναι ο έρωτάς σου»!
ΧλΒέβαια, ο άνθρωπος αυτός, που ζούσε στο γειτονικό χωριό Μενεξέδες, λεγόταν μεν Γιώργος αλλά δεν ήταν δάσκαλος. Έπεσε από τα σύννεφα όταν τον ρώτησαν αν ήξερε την Ελένη. Δεν την είχε δει ποτέ του. Αλλά... «ποτέ μην αφήνεις τέτοιες μικρές λεπτομέρειες, όπως η αλήθεια, να σου χαλάνε μια καλή ιστορία». Ο (ανύπαρκτος) έρωτας συνεχίστηκε για καιρό. Όσο πουλούσε. Μέχρι που «ξεφούσκωσε».