Το ημερολόγιο έγραφε 6 Αυγούστου 1945, όταν ο σμήναρχος του βομβαρδιστικού αεροσκάφους Enola Gay, Paul W. Tibbets, απελευθέρωνε πάνω από την πόλη της Χιροσίμα την ατομική βόμβα ουρανίου, σκοτώνοντας σε μια στιγμή 70.000 με 80.000 ανθρώπους. Το ρολόι έγραφε 08:15 το πρωί.
Μέχρι το τέλος του 1945, ο αριθμός των νεκρών είχε αυξηθεί σε περίπου 140.000 λόγω τραυματισμών και ασθένειας από ραδιενέργεια. Οι επιζώντες, γνωστοί ως «hibakusha», υπέστησαν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία, όπως αυξημένα ποσοστά καρκίνου, χρόνιες ασθένειες και σοβαρά ψυχολογικά τραύματα. Πολλοί από αυτούς αντιμετώπισαν κοινωνικό στίγμα και διακρίσεις στα χρόνια που ακολούθησαν την επίθεση.
Ο βομβαρδισμός προκάλεσε σοκ σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο για την απόλυτη καταστροφικότητά του, αλλά και για τα ηθικά και δεοντολογικά ερωτήματα που έθεσε. Αποκάλυψε τις τρομακτικές δυνατότητες των πυρηνικών όπλων και προκάλεσε επείγουσες συζητήσεις σχετικά με τη χρήση τους και το μέλλον του πολέμου. Στις 9 Αυγούστου, μια δεύτερη βόμβα, η «Fat Man», έπεσε στο Ναγκασάκι, οδηγώντας στην άνευ όρων παράδοση της Ιαπωνίας στις 15 Αυγούστου 1945 και τερματίζοντας ουσιαστικά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Χάρι Τρούμαν, εκείνος που έλαβε τη σκληρή απόφαση να ισοπεδώσει μια ολόκληρη πόλη, αιτιολόγησε την κίνησή του αυτή λέγοντας ότι τα θύματα από μία τέτοια επίθεση θα ήταν λιγότερα από τις απώλειες που θα υπήρχαν σε μία ενδεχόμενη απόβαση στην Ιαπωνία ή στη συνέχιση του πολέμου.
Πολλοί, ωστόσο, θεώρησαν ότι ήταν μια επίδειξη δύναμης από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά περισσότερο προς τη Σοβιετική Ένωση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέλεξαν τη ρίψη των πυρηνικών βομβών, διαπράττοντας ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας.