Σαν σήμερα: 28 Οκτωβρίου 1822 – Πυρπόληση τουρκικού δίκροτου στην Τένεδο από τον Κανάρη
Μετά την ναυμαχία των Σπετσών (8-13 Σεπτεμβρίου 1822), ο ηττημένος τουρκικός στόλος κατέφυγε στη Σούδα. Από εκεί απέπλευσε στις 8 Οκτωβρίου, με κατεύθυνση τα Στενά.
Φτάνοντας στη Μύκονο, αποπειράθηκε να αποβιβάσει πληρώματα στις ακτές του νησιού. Οι κάτοικοι του, όμως, με επικεφαλής τη Μαντώ Μαυρογένους, απέκρουσαν την προσπάθειά τους: «αντί ύδατος και γης, τω επρόσφεραν πυρίτιδα και βόλια», γράφει ο Σπ. Τρικούπης, αναγκάζοντάς τους να επιβιβαστούν ξανά στα πλοία τους. Μετά την αποτυχία της να καταλάβει τη Μύκονο (11-14 Οκτωβρίου), η οθωμανική αρμάδα συνέχισε τον πλου της προς τα Στενά. Στις 15 Οκτωβρίου, όμως, λόγω θαλασσοταραχής, υποχρεώθηκε να προσορμιστεί στην Τένεδο, αναμένοντας διαταγές του σουλτάνου. Το γεγονός αυτό, όμως, έγινε αντιληπτό από τις ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων.
Για ό,τι ακολούθησε, είναι αποκαλυπτική η μαρτυρία του Αναστάσιου Ορλάνδου: «[…] οι Ψαριανοί, συλλαβόντες την τολμηράν ιδέαν να πυρπολήσωσι τον εχθρικόν τούτον στόλον και εις αυτό το μέρος όπου είχε αγκυροβολήσει, ητοίμασαν δύο πυρπολικά, το μεν Σακολεύαν [σσ. τύπος μικρού ιστιοφόρου] υπό τον Γ. Ν. Βρατσάνον, το δε βρίκιον υπό τον Κ. Κανάρην, την δε 27 Οκτωβρίου τα απέστειλαν εις τον προς ον όρον των, συνοδευόμενα και υπό δύο μιστίκιων [σσ. μικρά πειρατικά πλοία] υπό τους Γ. Καλαφάτην και Α. Σαριγιάννην. Ο άνεμος έπνεεν ούριος και τα μεν πυρπολικά προηγούντο, τα δε μύστικα ηκολούθουν. Οι Οθωμανοί είδον βεβαίως τα πλοία ταύτα ερχόμενα προς τον στόλον, αλλά μη υποπτεύοντες ποσώς, ότι αυτά ηδύναντο να είναί ποτε πυρπολικά, ενόμισαν απ’ εναντίας ίσως, ότι τα δύο προπορευόμενα ήσαν τουρκικά, και ότι, διωκόμενα υπό των μυστίκων, κατέφευγον υπό την προστασίαν του στόλου. Οι πυρποληταί είχον συμφωνήσει μεταξύ των, την μεν υπό τον Βρατσάνον Σακολεύαν, ως βραδυκίνητον, να ρίψωσι επί του πρώτου απαντηθησομένου δικρότου [σσ. πολεμικό πλοίο με δύο σειρές πυροβόλων] , το δε υπό τον Κανάρη βρίκιον, κατ’ άλλου εκ των ενδοτέρω ηγκυροβολημένων· αλλ’ ο Κανάρης, προσθέσας και άλλα πανία εις το πυρπολικόν του, όταν επλησίασαν τον εχθρικόν στόλον, έρριψεν αυτό κατά του πρώτου απαντηθέντος δικρότου και κατέκαυσεν αυτό. Το γεγονός τούτο, γενόμενον περί το μεσονύκτιον της 28 προς την 29 Οκτωβρίου, έθεσεν όλον τον Οθωμανικόν στόλον εις τοσαύτην ταραχήν και φόβον, ώστε άπασαι αι εχθρικαί νήες, κόψασαι τα αγκύριά των, επροσπάθουν να σωθώσιν εις τα πανία διά ν’ αποφύγωσι δήθεν τον επαπειλούντα αυτάς κίνδυνον» (Αν. Ορλάνδος, Ναυτικά – ήτοι ιστορίαι των κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνα πεπραγμένων υπό των τριών ναυτικών νήσων, ιδίως δε των Σπετσών, τόμ. Α΄, Εν Αθήναις 1869, σελ. 322).
Άλλοι ιστορικοί της εποχής αναφέροονται με μεγαλύτερη σαφήνεια στο τέχνασμα που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για να παραπλανήσουν τον τουρκικό στόλο και να πλησιάσουν στους στόχους τους. «Τα ηφαίστεια» [σσ. πυρπολικά], γράφει ο Σπηλιάδης, «έφερον σημαίαν τουρκικήν, και εφαίνετο ότι κατεδιώκοντο τάχα υπό των Ελλήνων. Την επιούσαν προς το εσπέρας φαίνονται κατά τα παράλια της Τενέδου, και οι Τούρκοι τα νομίζουσιν ιδικά των, διότι τα είδον καταδιωκόμενα». (Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τόμ. Α΄, Αθήνησιν 1851, σελ. 458). Το τέχνασμα αυτό έδωσε τη δυνατότητα στον Κανάρη να επιτεθεί στην υποναυαρχίδα του τουρκικού στόλου και να την κάψει. Η ναυαρχίδα, την οποία είχε στόχο ο Βρατσάνος, κατόρθωσε να διασωθεί. «Η ναυαρχίς διεσώθη κόψασα τας αγκύρας της», γράφει ο Τρικούπης, «αλλ’ η υποναυαρχίς κατεφλέχθη. Χίλιοι εξακόσιοι ήσαν οι εν αυτή ναύται και στρατιώται, εξ ων 15 μόνον δισώθησαν».
Μετά την πυρπόληση του τουρκικού πλοίου, οι ναύτες τον δύο πυρπολικών έπλευσαν προς τη Σκύρο, όπου είχαν αγκυροβολήσει και τα δύο μίστικα, «ο δε εχθρικός στόλος ανήχθη όλος έντρομος και εισέπνευσε τον Ελλήσποντον, ταπεινωθείς κατέμπροσθεν των εμπορικών πλοίων της Ελλάδος και αφήσας τους μεγαλοτόλμους ναύτας της θαλασσοκράτορας» (Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. Β΄, Εν Λονδίνω 1861, σελ. 315-316).