Πώς η Αντίπαρος μεταμορφώθηκε στο ελληνικό case-study του διεθνούς real-estate
Από ένα «εξωτικά» άγνωστο κάποτε νησί στη σκιά της Πάρου, η Αντίπαρος είναι σήμερα ένα παράδειγμα για το πώς δημιουργείται ένας προορισμός με δική του αυθεντική ταυτότητα.
Η διαδρομή του Ιάσονα Τσάκωνα από το 2000 μέχρι σήμερα είναι ταυτισμένη με το κυκλαδίτικο θαύμα της Αντιπάρου. Η Oliaros, η εταιρεία του που ειδικεύεται στην ανάπτυξη ακινήτων στο νησί, πρωταγωνίστησε στη μετατροπή του άγριου τοπίου και του καθηλωτικού ορίζοντα σε μία συνταγή που έγινε τρόπος ζωής. Ωλίαρος ήταν το αρχαίο όνομα της Αντιπάρου. Είναι λέξη φοινικικής προέλευσης που πιθανότατα σημαίνει «δασώδες βουνό».
Ηταν στις αρχές του 2000 όταν ο Ιάσονας Τσάκωνας πραγματοποίησε την επιθυμία του να χτίσει ένα ευρύχωρο σπίτι στο νησί. Αρχισε να καλεί φίλους και η παρέα διαρκώς μεγάλωνε. Φίλοι από διαφορετικές εθνικότητες, επαγγέλματα και ηλικίες. Τούς ένωνε όλους η επιθυμία του “οικοδεσπότη” να μοιραστεί μαζί τους την αγάπη του για το Καλοκαίρι της Αντιπάρου και αυτό που ορίζει ο ίδιος ως “καλή αρχιτεκτονική”, αυτή δηλαδή που σέβεται τον τόπο και το περιβάλλον. Έτσι κάπως άρχισε να δημιουργείται μια κοινότητα που έμελλε να αποκτήσει σιγά-σιγά τη δική της βάση στην Αντίπαρο.
Πότε πήγατε για πρώτη φορά στην Αντίπαρο;
Ηταν αρχές του 2000, είχα επιστρέψει από το Μπακού του Αζερμπαϊτζάν με κάποια λεφτά που είχα βγάλει εκεί. Τότε έψαχνα να φτιάξω δικό μου σπίτι στις Κυκλάδες. Είχα ξεκινήσει από τη Μύκονο που μου άρεσε στη δεκαετία του ’90, αλλά κατέληξα να μην κάνω δικό μου σπίτι εκεί. Μετά πήγα στα Κουφονήσια και κατέληξα από τύχη στην Αντίπαρο. Εκανα τη θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό εκείνη την περίοδο και είχα έναν “κληρούχο” (σ.σ. ναύτες της ίδιας “σειράς”)) από την Αντίπαρο, ο οποίος προσπαθούσε να με πείσει να επισκεφθώ το νησί του. Μαζί με αυτόν, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που νοίκιαζα στην Αθήνα είχε κι αυτή ένα σπίτι στην Αντίπαρο. Με αυτή την επιρροή, ένα Σαββατοκύριακο που είχα ελεύθερο από το Ναυτικό πήγα στα Κουφονήσια να δω ένα οικόπεδο και επιστρέφοντας πέρασα από την Αντίπαρο, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο πλάνο.
Ποιες ήταν οι εντυπώσεις σας; Τι ήταν αυτό που έγινε έμπνευση για το μέλλον;
Οι πρώτες εντυπώσεις δεν ήταν οι καλύτερες. Η σπιτονοικοκυρά μού είχε συστήσει τον αδελφό της για να μου δείξει κάποια οικόπεδα. Κατέληξα κάποια στιγμή να τρώω σε μια ταβέρνα κάτι περίεργα κεφτεδάκια από πρόβειο κρέας… Υστερα, κάποιοι Αθηναίοι μεγαλύτεροι από εμένα, με έκαναν γενικά να νιώσω κάπως άβολα. Θυμάμαι να πηγαίνω λοιπόν στο λιμάνι να βρίσκω έναν τοπικό μεσίτη και να του ζητάω να μου βρει ένα σημείο απ’ όπου να βλέπω Φύση, το ηλιοβασίλεμα και να μην έχω δίπλα μου άλλους. Εκείνος, μου έδειξε την κορυφή ενός λόφου πάνω από το χωριό και μου είπε πως εκεί πουλάει το οικόπεδό του ένας Γερμανός. «Από εκεί είναι το καλύτερο ηλιοβασίλεμα», μου είπε. Εκεί δηλαδή που είναι τώρα ο “Κρατήρας”. Πρόκειται για το σπίτι που αποτέλεσε και τη ναυαρχίδα της οικιστικής ανάπτυξης του νησιού, που έγινε με πρωτοβουλία της Oliaros, είναι έργο της αρχιτεκτονικής ομάδας Deca architecture και βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, στα Πηγαδάκια, σε έναν λόφο με απίστευτη θέα κι αποτελεί μία από τις ομορφότερες βίλες στην καρδιά των Κυκλάδων.
Γιατί τελικά επιλέξατε να επενδύσετε σε αυτό το νησί;
Είχα πάει να κτίσω εκεί το δικό μου σπίτι. Ηταν ένα μικρό νησί κυριολεκτικά στο κέντρο των Κυκλάδων, ήμουν και παραμένω λάτρης της θάλασσας, ενώ η θέση του νησιού εξυπηρετεί τα σκάφη και μπορεί να λειτουργήσει σαν βάση για διάφορες διαδρομές. Είχε κάποιες ιδιαιτερότητες βέβαια, αφού το 50% του νησιού είναι δασικό, με ελάχιστους δρόμους, οπότε υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις σε λογικές τιμές. Το νησί δεν ήταν ανεπτυγμένο, είχε και έχει την κουλτούρα του κάμπινγκ που είναι και λίγο μποέμ και ροκ, ήταν και παραμένει κέντρο για το kite surfing, έχει ένα ήπιο τοπίο. Σού επιτρέπει να ζήσεις το ελληνικό Καλοκαίρι που αποτελεί και αντικείμενο συζήτησης σήμερα.
Πώς ορίζετε την “καλή αρχιτεκτονική” στην Αντίπαρο;
Η Αντίπαρος είναι ένα ενδιαφέρον πεδίο για να αναπτυχθεί κάτι αρχιτεκτονικά, θα το ονόμαζα όπως έκανα και από τότε, “σύγχρονη κυκλαδική αρχιτεκτονική”. Επειδή η αρχιτεκτονική ιστορία του νησιού είναι αρκετά περιορισμένη, πέραν του ενετικού κάστρου που είναι στο κέντρο της πόλης, αυτό άνοιγε ένα πεδίο για να αναπτυχθεί μια καινούργια πτυχή της κυκλαδικής αρχιτεκτονικής. Από την αρχή ήθελα να κάνω μεγάλα σπίτια σε μεγάλα οικόπεδα. Επειδή δεν υπήρχε υποδομή τότε για μεγάλα ξενοδοχεία, αυτό που έκανα προσέφερε μια εναλλακτική λύση. Στην ουσία, αρχικά ήταν μια προσωπική μου ανάγκη, ήμασταν τέσσερα αδέλφια, ψάχνοντας ένα σπίτι 6-7 υπνοδωματίων για να μπορώ να φιλοξενώ εμένα, την οικογένεια και τους φίλους μου. Από εκεί ξεκίνησε η τυπολογία που έχω αναπτύξει στην Αντίπαρο: Που είναι ένα σπίτια με 6-7 δωμάτια, καλύπτοντας μαζί με τους βοηθητικούς χώρους μια έκταση 650 με 700 μέτρα και συνοδεύονται από οικόπεδα των είκοσι στρεμμάτων. Ξεκινήσαμε με νέους αρχιτέκτονες, η πρώτη ήταν η Λιβανέζα αρχιτέκτων Tala Mikdashi που εργαζόταν τότε στο Παρίσι μαζί με τον Ρέντσο Πιάνο, μαζί με τους Deca architecture, δηλαδή τον Αλέξανδρο Βαϊτση και τον Κάρλος Λοπερενα, από την αρχή συνεργαζόμουν με τον Θωμά Δοξιάδη, σε landscape architecture. Ημασταν τότε 29 με 30 χρονών και το κάναμε από κέφι, δεν μας φαινόταν ότι κάναμε δουλειά. Σχεδιάσαμε τα πρώτα εφτά σπίτια με την ιδέα να έρθουν φίλοι και να γίνει σιγά-σιγά στο νησί μια παρέα. Η κατάσταση εξελίχθηκε και η παρέα μεγάλωσε αρκετά: έφτασε γύρω στα 54 σπίτια που καλύπτουν μια έκταση 1.300 στρεμμάτων. Εχουμε κάνει το “Beach house” (σ.σ. Στον κολπίσκο Απάντημα και λειτουργεί και ως εστιατόριο ή ξενοδοχείο).
Για μένα η ποιοτική αρχιτεκτονική έχει να κάνει με τον βαθμό ένταξης του σπιτιού στο τοπίο, να δημιουργηθεί το εκάστοτε κτίριο με βάση τα τοπικά υλικά, για παράδειγμα πέτρα, τοπικά μάρμαρα, αλλά και να λαμβάνονται υπόψη η βιωσιμότητα, τα φυσικά φαινόμενα, είτε είναι ο βοριάς, είτε ο ήλιος και πάνω από όλα να δημιουργηθεί η σωστή ενέργεια σε ένα σπίτι. Αυτό το τελευταίο σταθμίζει τη διαφορά ανάμεσα σε έναν καλό, κακό ή μέτριο αρχιτέκτονα.
Ετσι τελικά το νησί απέκτησε κοινότητα, ταυτότητα και διάσημους πελάτες ακόμα και από το Hollywood…
Είναι πελάτες μας, τους περιποιούμαστε, τους δείχνουμε το ελληνικό Καλοκαίρι με τον τρόπο που θα έπρεπε να το ζήσει και να το εκτιμήσει κάποιος. Ολοι ξέρουν πως ο Τομ Χανκς έχει σπίτι στο νησί και φέρνει και τους διάσημους, πολλές φορές, φίλους του, αλλά οι πελάτες μας ξέρουν πως είμαστε διακριτικοί όχι μόνο εμείς, αλλά όλοι στο νησί και τους δίνουμε μια εξαιρετική εικόνα της ζωής στην Ελλάδα.
Το “μοντέλο” της Αντιπάρου, σχεδιάζετε να το εφαρμόσετε και αλλού;
Σαν προσέγγιση μας ενδιαφέρει να αγοράζουμε και να σχεδιάζουμε εκτάσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μελετάμε μια παρέμβαση στη Σίφνο, μια περιοχή της Κέρκυρας, αλλά και στο κέντρο της Αθήνας. Μας ενδιαφέρει η καλή αρχιτεκτονική σε συνδυασμό με ενδιαφέροντες, ποιοτικούς άνθρωπους. Και να δημιουργούμε κοινότητες που να μπορούν να ζουν καλά. Είναι αυτό που ονομάζω ως residential hospitality.
Πηγή: Πρώτο Θέμα
photo credits ED Reeve και Iwan Baan