Ήταν 9 Ιουνίου 2004 όταν έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, μία εμβληματική προσωπικότητα της Εθνικής Αντίστασης, ο «Παπά – Ανυπόμονος», όπως αποκαλούσαν τον πατέρα Γερμανό, οι αντάρτες του Άρη Βελουχιώτη.
Δεν «έφυγε» στα πεδία των μαχών, αλλά σε μία κλινική της Λαμίας. Ήταν από τους ιερωμένους που στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, δεν δυσκολεύτηκαν να προσδιορίσουν τη στάση τους, την ίδια ώρα που άλλοι είχαν πάρε – δώσε με τους ναζί κατακτητές.
Είχε γεννηθεί το 1912 στο Αγρύδιο Γορτυνίας, ήταν παιδί πολυμελούς οικογένειας και χειροτονήθηκε διάκονος το 1934, το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος και το Γερμανός το έλαβε όταν χειροτονήθηκε.
Ως αρχιμανδρίτης Γερμανός, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγάθωνος και ταυτόχρονα επίτροπος της Μονής Δαδιού-Αμφίκλειας, εντάχθηκε στο αντιστασιακό σώμα του Άρη Βελουχιώτη το 1943. Κατά μία εκδοχή το προσωνύμιο «Ανυπόμονος» βγήκε από την ορμή και τη θέλησή του να μπει πρώτος στις μάχες, ενισχύοντας των ενθουσιασμό των ανταρτών που τους παρακινούσε.
Πράγματι το έκανε, αλλά όπως αναφέρεται στο Αρχείο Ιστορικής Μνήμης της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας: «Οργανώθηκε στο ΕΑΜ στο Δαδί και διορίστηκε πρόεδρος της κοινότητας, με έγκριση της οργάνωσης του ΕΑΜ.
Από την αρχή του ένοπλου αγώνα είχε προσφέρει μεγάλη στήριξη στους κατοίκους και στους αντάρτες της περιοχής του συμμετέχοντας στις επιτροπές εθνικής αλληλεγγύης.
“Πρωτομυήθηκα από ένα βιβλιαράκι του Δημήτρη Γληνού με τίτλο: “Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», κι άρχισα να βοηθώ” είπε σε μια από τις συνεντεύξεις του. Με τους Ιταλούς παίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Προδίδεται, όμως, από μια ελαττωματική γραφομηχανή: “Οι Ιταλοί είχαν έναν υπολοχαγό, Μάριο, απαίσιο στη μορφή και απαισιότερο στην ψυχή. Μια μέρα ξεκόλλησε από την πινακίδα της κοινότητας ένα χαρτί αλλά πήρε κι άλλο ένα από τη διπλανή κολόνα”. Ένα στραβό πλήκτρο της γραφομηχανής αποκαλύπτει ότι οι ανακοινώσεις της κοινότητας και οι προκηρύξεις του ΕΑΜ γράφονταν από την ίδια μηχανή, γι’ αυτό τον Απρίλιο είναι πια καταζητούμενος και αναγκάζεται να φύγει στο βουνό.
Ανυπομονούσε να πάρει το αντάρτικο όνομα. Ο Άρης που ήταν δίπλα είπε: «Παππούλη μην είσαι ανυπόμονος» κι αμέσως ο καπετάν Λευτέρης απάντησε: Αυτό θα είναι τ’ όνομά σου, “Ανυπόμονος”».
Πολλοί τον έλεγαν και «ο παπάς του Άρη». Διορίστηκε ως Στρατιωτικός Ιερέας του Γενικού Αντιστασιακού Στρατηγείου.
Στη μεταπολεμική Ελλάδα, επέστρεψε στο μοναστήρι του Αγάθωνος, όπου και έμεινε ως ηγούμενος, αλλά γνώρισε διώξεις στα χρόνια της μετεμφυλιακής περιόδου.
Απήχθη το 1946 και βασανίστηκε από την εθνικιστική συμμορία του Βουρλάκη, που ήταν πρώην συνεργάτες των ναζί.
Οι απαγωγείς τον μετέφεραν στη Μοσχοκαρυά και τον πίεσαν προσπαθώντας να τον κάνουν να αναθεματίσει τους αριστερούς της Φθιώτιδας. Δεν το έπραξε και λίγες μέρες μετά τον πέταξαν αιμόφυρτο στο δρόμο.
Αργότερα η δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974) τον παρέπεμψε στο Συνοδικό Δικαστήριο το 1968 με κατηγορίες για άπιστο χριστιανό και ακραίο αριστερό, αλλά αθωώθηκε.
Πέρασε από τις συμπληγάδες και δικαιώθηκε, καθώς η εκκλησία τον αναγνώρισε ως ήρωα, και ως έναν από τους ελάχιστους κληρικούς που συμμετείχε στον αγώνα εναντίον του κατακτητή με τα όπλα και τις σφαίρες.
Αναφορές στη δράση του κατά την κατοχική περίοδο αναφέρονται στον τόμο με τίτλο «Μνήμες και Μαρτυρίες από το ’40 και την Κατοχή» που εκδόθηκε το 2000 από την Ιερά Σύνοδο. Τιμήθηκε και από την πολιτεία ως σύμβολο της Αντίστασης. Όσο ήταν εν ζωή είχε φιλοξενηθεί στην ΕΡΤ, τόσο στην εκπομπή της ΕΤ1 «Αρχονταρίκι», όσο και σε ρεπορτάζ.
Πηγή: ertnews/Νάσος Μπράτσος