Παναγιώτης Καρκατσούλης: Η κοινωνία πολιτών- κι όχι η πετσέτα- στο προσκήνιο

Η αντίδραση των πολιτών στην, ηθελημένη η μη, αδυναμία επίλυσης του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί σε διάφορους τουριστικούς προορισμούς στην Ελλάδα και αφορά την κατάληψη των κοινόχρηστων χώρων της παραλίας και του αιγιαλού, αναδεικνύει ορισμένες βασικές διοικητικές δυσλειτουργίες του ελληνικού κράτους.

Με την παρέμβασή μας θέλουμε να τονίσουμε ότι το πρόβλημα που αναδείχτηκε δεν είναι ένα τεχνικά δυσεπίλυτο διοικητικό πρόβλημα. Γίνεται, όμως, δυσεπίλυτο όταν στη γραφειοκρατική λειτουργία των δημοσίων οργανώσεων προστεθούν πελατοκράτες πολιτικοί, ασυνείδητοι διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες και αδιάφοροι πολίτες.
Αυτό ακριβώς συνέβη, κατά την τελευταία εικοσαετία, όταν οι πρόνοιες του ν. 2971/2001 έπεσαν σε αχρησία και αντικαταστάθηκαν από ευνοϊκότερες διατάξεις.

Η ατιμωρησία και η αποδεδειγμένη βούληση της Πολιτείας να μην αποθαρρύνει και σε κάποιες, μάλιστα, περιπτώσεις να ενθαρρύνει τους παραβάτες, οδήγησε στις de facto «απαλλοτριώσεις» δημοσίων παραλιών και αιγιαλών υπέρ συγκεκριμένων παραβατών. Είναι ενδεικτικό πως από την πρόβλεψη του νόμου 2971/2001 ότι «ο αυθαίρετος κάτοχος, δηλαδή εκείνος κατά του οποίου είχε εκδοθεί Πράξη «άμεσης απομάκρυνσης» η συγγενής του εξ αίματος η εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού, αποκλείονται από οιαδήποτε παραχώρηση» καταλήξαμε όχι μόνον να επιτρέπουμε, χωρίς δημοπρασία, την παραχώρηση χρήσης αιγιαλού ή παραλίας, αλλά και να δίνουμε αναδρομική ισχύ σε ευνοϊκότερες ρυθμίσεις. Σύμφωνα με νομοθεσία του 2022, ο παραβάτης της σχετικής διαδικασίας τιμωρείται με αποκλεισμό ενός έτους και μπορεί να επανακάμψει μετά την λήξη της ποινής του, εάν αυτό δεν έχει ήδη συμβεί μέσω παρένθετων προσώπων.

Η κατάσταση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί, εκ πρώτης, ως αποτέλεσμα της οικονομικοποίησης ενός δημόσιου αγαθού. Στη σκέψη αυτή μπορεί να οδηγηθεί κανείς, αφού ο αρμόδιος φορέας για την εκμετάλλευση των παραλιών από κερδοσκοπικές δραστηριότητες είναι το Υπουργείο Οικονομικών. Αντιλαμβάνομαι ότι σε μια χώρα της οποίας η βασική πηγή πλούτου είναι ο τουρισμός, η οικονομική εκμετάλλευση των παραλιών της αποτελεί καίριας σημασίας θέμα για κάθε κυβέρνηση και Υπουργό Οικονομικών. Απέναντι, όμως, από την λογική αυτή βρίσκονται η αναγκαιότητα προστασίας του περιβάλλοντος, για το οποίο οι Έλληνες νομοθέτες και δικαστές είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι και προστατευτικοί και το αίτημα των πολιτών για την απόδοση του «κοινόχρηστου πράγματος» σ’ αυτούς στους οποίους ανήκει.

Πρέπει, λοιπόν, με δεδομένη την στάθμιση των δημοσίων αγαθών, να επιλεγεί το Υπουργείο Περιβάλλοντος ως συναρμόδιο με το Υπουργείο Οικονομικών για να υπάρξει μια ισόρροπη ανάπτυξη.
Η υπουργική αρμοδιότητα θα πρέπει να περιορίζεται, όμως, στον σχεδιασμό, τον έλεγχο εφαρμογής και την αξιολόγηση της πολιτικής. Το επιχειρησιακό σκέλος της πρέπει να ασκείται από τους ΟΤΑ στους οποίους πρέπει να περιέλθει η αρμοδιότητα του πεδίου πολιτικής, δηλαδή, του συνόλου των πράξεων και διαδικασιών που αφορούν την αδειοδότηση αυτού του τύπου των δραστηριοτήτων.

Σήμερα, επικρατεί μια νόθα κατάσταση, όπου οι Δήμοι έχουν ρόλο ταχυδρόμου, μεταφέροντας το αίτημα του ενδιαφερόμενου επιχειρηματία στην Κτηματική Υπηρεσία η οποία, ούσα δομή του Υπουργείου Οικονομικών είναι αρμόδια να θέσει σε κίνηση την σχετική διαδικασία. Αυτά, όμως, ισχύουν κατά το τυπικό μέρος, αφού άτυπες διαδικασίες και παρεμβάσεις ασκούνται, συχνά, κατά την εξέλιξη της διαδικασίας με σκοπό τον επηρεασμό της απόφασης, κατά παρέκκλιση ή παράβλεψη των ρυθμίσεων που ισχύουν.

Μια τέτοια μείζων αλλαγή θα παρασύρει και τις ισχύουσες διοικητικές διαδικασίες αδειοδότησης και ελέγχου οι οποίες είναι αρκετά περίπλοκές, γίνονται δε ακόμη πιο περίπλοκες στην περίπτωση αντιδικίας ή αμφισβήτησης δικαιωμάτων εκατέρωθεν. Βασικό, όμως, χαρακτηριστικό των διαδικασιών δεν είναι τόσο ο αριθμός και τα πρωτοκόλλα επικοινωνίας μεταξύ των εμπλεκόμενων αλλά η έλλειψη διαφάνειας σε κάθε φάση τους. Ας αναλογιστεί κανείς πόσο απλούστερα θα ήταν τα πράγματα εάν οι Δήμοι και οι επιχειρήσεις αναρτούσαν, σε δημόσιο τόπο, τους χάρτες και τις αποφάσεις αδειοδότησης και ελέγχου από τις οποίες θα μπορούσε κάθε πολίτης να γνωρίζει τι ακριβώς και που έχει παραχωρηθεί προς εκμετάλλευση.

Εν τέλει, η αβελτηρία της Πολιτείας φαίνεται να υποσκελίζεται από την ενεργοποίηση της κοινωνίας πολιτών. Το γεγονός είναι, αφ’ εαυτού, χαρμόσυνο, αφού το δημόσιο αγαθό το οποίο σφετερίζονται οι επιτήδειοι ανήκει σ’ αυτούς χωρίς καμία επιφύλαξη η υποσημείωση.

Μόνον καλά προοιωνίζονται από μια τέτοια εξέλιξη. Η κοινωνία πολιτών μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνον ως ελεγκτής της νομιμότητας, όπως παρουσιάζεται στα ΜΜΕ το «κίνημα της πετσέτας», αλλά ως πολιορκητικός κριός των κυβερνήσεων για την προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων οι οποίες αναζητούν μια νέα δυναμική.

Ο Π. Καρκατσούλης, είναι εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης, π. βουλευτής