Ο Μέγας Αλέξανδρος χρειάστηκε σχεδόν τρία χρόνια εξαιρετικά βίαιων μαχών εναντίον αγνώστων λαών στη Βακτριανή (σημερινές επαρχίες Σαμαρκάνδης, Μπουχάρας του Ουζμπεκιστάν και Σουγντ του Τατζικιστάν) και τη Σογδιανή (σήμερα Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Αφγανιστάν, Τουρκμενιστάν), μέχρι να εκστρατεύσει προς την Ινδία.
Πολύτιμα αρχαιολογικά ευρήματα από αυτά τα άγνωστα βασίλεια που δείχνουν το «πέρασμα» του Έλληνα στρατηλάτη από την περιοχή εκθέτονται στο «Νησί των Μουσείων» στο Βερολίνο.
Αγγεία ελληνικής τεχνοτροπίας, νομίσματα με ονόματα τοπικών βασιλέων στα ελληνικά, ένας λουτήρας δείγμα ελληνικού τρόπου ζωής, αγάλματα του Βούδα βασισμένα σε ελληνιστικά πρότυπα είναι μερικά μόνο από τα αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία παρουσιάζονται -εν μέρει για πρώτη φορά στη Δύση- στην έκθεση «Αρχαιολογικοί θησαυροί από το Ουζμπεκιστάν - Από τον Μ. Αλέξανδρο στην Βασιλεία Κοσσανών» .
Εκτίθενται επίσης εξαιρετικά δείγματα τέχνης του «Ελληνικού Βασιλείου της Βακτριανής» και του μάλλον άγνωστου «Βασιλείου Κοσσανών».
Το 328 πΧ μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ασίας είχε κατακτηθεί από τον μεγάλο στρατηλάτη. Θέτοντάς την υπό τον έλεγχό του άνοιξε διάπλατα τις πύλες της για να «εισβάλει» και ο ελληνικός πολιτισμός. Η συνάντηση και ανάμιξη ελληνικών και ανατολικών παραδόσεων συνδιαμόρφωσε πολιτιστικά για αιώνες τις περιοχές αυτές.
Η ιστορία μέσα από τα ευρήματα
Στο επίκεντρο του πρώτου μέρους της έκθεσης βρίσκονται οι εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου και τα πιο πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα των οχυρώσεων Κουργκανσόλ και την Ουζουντάρα του νοτιοανατολικού Ουζμπεκιστάν.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές της τελευταίας εικοσαετίας απέδειξαν ότι ο Αλέξανδρος ανήγειρε οχυρά στον ποταμό Ώξο (τον σημερινό Αμού Ντάρια), για να εξασφαλιστούν οι κατακτήσεις του. Οι 13.500 στρατιώτες τους οποίους εγκατέστησε εκεί, έγιναν οι καταλύτες για την διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Μετά τον θάνατό του το 323 πΧ η αυτοκρατορία του διαμοιράστηκε μεταξύ των Διαδόχων. Όμως, γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα πΧ, ο σατράπης της Βακτριανής Διόδοτος Α' Σωτήρ αποσχίστηκε από το βασίλειο των Σελευκιδών και ίδρυσε -στα σημερινά εδάφη του βορείου Αφγανιστάν, του Τατζικιστάν και το νοτίου Ουζμπεκιστάν- το «Ελληνικό Βασίλειο της Βακτριανής».
Οι ξύλινες εγκαταστάσεις του οχυρού Κουργκανσόλ κάηκαν μεν από επιδρομείς, οι Έλληνες όμως άφησαν το στίγμα τους. Το 2008 βρέθηκαν εκεί πολλά θραύσματα τα οποία παραπέμπουν σε μορφές ελληνικών αγγείων και ο μοναδικός έως τώρα, και ιδιαίτερης αρχαιολογικής σπουδαιότητας κομψός πήλινος λουτήρας, ο οποίος συνδεόταν μάλιστα με δίκτυο υδροδότησης. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή απόδειξη της καλλιέργειας του τρόπου ζωής των Ελλήνων χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο καταγωγής τους, αφού συνέχισαν να απολαμβάνουν και εκεί ένα καλό μπάνιο, κάτι ασυνήθιστο στους προηγούμενους κατακτητές της περιοχής, τους Πέρσες.
Το ορεινό φρούριο Ουζουντάρα ανασκάπτεται από το 2013 και θεωρείται ότι κατασκευάστηκε λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Μ. Αλέξανδρου, αφού κανένα από τα πολυάριθμα νομίσματα που βρέθηκαν δεν είναι παλαιότερο του 310 πΧ. Χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο επί Σελευκιδών αλλά και καθ' όλη την περίοδο του εκατονταετούς διάρκειας «Ελληνικού Βασιλείου της Βακτριανής».
Η αρχιτεκτονική του, με τους πολλούς πρόσθιους πύργους, έχει και αυτή ελληνικά και όχι περσικά πρότυπα. Η φρουρά του συνέχισε να χρειάζεται πιάτα ψαριών από τον παρακείμενο ποταμό και άλλα οικιακά σκεύη, οι μορφές των οποίων παραπέμπουν επίσης στην ελληνική παράδοση.
Αλλά και τα νομίσματα με τις μορφές Ελλήνων ηγεμόνων, τα όπλα, τα αγγεία καθημερινής χρήσης με ελληνικά γράμματα τα οποία βρέθηκαν στην πόλη Καμπίρ Τεπέ της βόρειας Βακτριανής, πιθανόν η Αλεξάνδρεια Οξειανή, τεκμηριώνουν και αυτά την ελληνική πολιτιστική παρουσία στο Ουζμπεκιστάν και την Κεντρική Ασία γενικότερα.
Στα κορυφαία εκθέματα του δεύτερου εκθεσιακού τμήματος ανήκουν ορισμένα έργα τέχνης από την «Βασιλεία Κοσσανών», πολιτιστικής κληρονόμου των Ελλήνων στην περιοχή. Τον 1ο αιώνα μΧ οι Κοσσανοί μετακινήθηκαν από τα βοσκοτόπια τους κοντά στο Σινικό Τείχος δυτικά έως την Γκαντάρα -στο σημερινό Πακιστάν- και στο απόγειο της ισχύος τους υπό τον βασιλιά Kανίσκα (περίπου 127-153 π.Χ.) εκτεινόταν από το νοτιοανατολικό Ουζμπεκιστάν έως την Ινδία.
Ακολουθώντας τα ελληνικά πρότυπα, έκοψαν χρυσά, ασημένια και χάλκινα νομίσματα με ελληνικές επιγραφές που απεικονίζουν ηγεμόνες και ελληνικές θεότητες.
Ακόμη και μετά την παρακμή τους, ο λεγόμενος πολιτισμός της Γκαντάρα συνέχισε να συνδιαμορφώνει πολιτιστικά μεγάλα τμήματα της περιοχής. Τον 1ο αιώνα μΧ ο Βουδισμός ήταν πλέον μια από τις σημαντικότερες θρησκείες στην Γκαντάρα και τη Βακτριανή. Σώζονται μερικά από τα μεγαλύτερα γλυπτά βουδιστικών θεοτήτων και μοναχών όπως επίσης και τοιχογραφίες εξαιρετικής ποιότητας. Στην έκθεση δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς τα ελληνικά πρότυπα της εντυπωσιακής πρώιμης βουδιστικής τέχνης.
Μάλιστα, καλλιτέχνες με ελληνιστικές επιρροές συνέβαλαν στην ανάπτυξη πολλών από τους τύπους απεικονίσεων του Βούδα που μας είναι τόσο οικείοι σήμερα. Στον Βούδα, ο οποίος δεν είχε απεικονιστεί ποτέ έως τότε, δόθηκε για πρώτη φορά ανθρώπινη μορφή έχοντας ως πρότυπο τον Απόλλωνα με σγουρά μαλλιά και ως ένδυμά του μια απομίμηση χιτώνα.
Επίσης, υιοθετήθηκαν πολυάριθμα διακοσμητικά στοιχεία από τον ελληνιστικό κόσμο, όπως οι έλικες αμπέλου και γιρλάντες από φυτά, που μερικές φορές φέρονται από ερωτιδείς. Οι σκηνές στα ανάγλυφα και στις ζωφόρους ναών και βουδιστικών μοναστηριών χωρίζονταν με κορινθιακούς κίονες. Στο μοναστήρι του Καρά Τεπέ στην Βακτριανή βρέθηκε μάλιστα το κιονόκρανο ενός κορινθιακού κίονα το οποίο αποδεικνύει ότι ελληνιστικά πρότυπα χρησιμοποιήθηκαν και στην αρχιτεκτονική. Αυτά τα εντυπωσιακά εκθέματα αντιπαραβάλλονται με έργα του Μουσείου Ασιατικής Τέχνης του Βερολίνου από την Γκαντάρα, οι καταβολές των οποίων ανάγονται στον θησαυρό των μοτίβων της ελληνικής μυθολογίας και τον κόσμο της πρώιμης βουδιστικής εικονογραφίας.
Για πρώτη φορά εκτίθενται στην Ευρώπη και εξαιρετικής ποιότητας προσωπογραφίες από τερακότα του 1ου αιώνα πΧ. Βρέθηκαν στο ανακτορικό συγκρότημα Χαλτσαγιάν της Βακτριανής (νότιο Ουζμπεκιστάν) και είναι ένα ακόμα απτό παράδειγμα της μίξης των πολιτισμών. Τόσο τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά των προσώπων όσο και οι κίονες στους οποίους στηρίζεται η κεντρική αίθουσα έχουν εμφανώς ελληνιστική επιρροή.
Εκτίθενται επίσης τμήματα χρυσού θησαυρού, συνολικού βάρους 36 κιλών, αποτελούμενου από ράβδους, κοσμήματα και άλλα μικροαντικείμενα. Βρέθηκε στο Νταλβερζίντεπε, στο νότιο Ουζμπεκιστάν. Το απλό οχυρό στα σύνορα του Ελληνικού Βασιλείου της Βακτριανής εξελίχθηκε σε σημαντικό αστικό κέντρο του βασιλείου Κοσσανών. Απόδειξη της τεράστιας οικονομικής δύναμής είναι αυτός ο θησαυρός.