Νίνα - Μαρία Πασχαλίδου: Tο δικαίωμα στην πετσέτα
To κίνημα της πετσέτας ήρθε σχεδόν σαν έκπληξη στη χώρα μας. Οι πολίτες, οι οποίοι έπειτα από την οικονομική κρίση παραδόξως δεν ξανασήκωσαν κεφάλι ούτε στις μεγάλες μειώσεις εισοδήματος, ούτε σε ακραίες συνθήκες πανδημίας, σε ελλείψεις σε βασικές παροχές στην υγεία, αλλά ούτε και στην ακρίβεια, σήκωσαν ανάστημα στο δικαίωμα στις διακοπές. Στην πρόσβαση στον δημόσιο χώρο.
Το κίνημα διαμαρτυρίας που είδαμε αυτές τις μέρες στα νησιά μας, είναι ασυνήθιστο. Αλλά δεν αποτελεί δείγμα μιας αντίδρασης σε μια συνήθεια πολυτελείας. Αποτελεί μια κίνηση απέναντι στα προβλήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση του δημόσιου χώρου. Την αυθαιρεσία και την αισχροκέρδεια. Την απουσία ελέγχων και ευθύνης.
Ότι συμβαίνει στα νησιά συμβαίνει και στις πόλεις. Με την ίδια βία. Το ίδιο συμβαίνει και στην πόλη της Αθήνας, μια πόλη παραδομένη στα αυτοκίνητα, τα οποία κινούνται ανεξέλεγκτα στους λεωφορειόδρομους των κεντρικών αρτηριών της πόλης. Αλλά και στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα, στην Πάτρα. Είναι το παράνομο παρκάρισμα επάνω σε πεζοδρόμια, επάνω σε διαβάσεις. Όλα αυτά τα μικρά αθροίζουν την μεγάλη εικόνα.
Αξίζει ωστόσο να παρατηρήσει κανείς γιατί όλο αυτό ξεκίνησε στις παραλίες. Οι διακοπές είναι ένα ανεκτίμητο δυτικό προνόμιο. Kαι εμείς οι Έλληνες, ως δυτικοί Ευρωπαίοι πολίτες, δεν γίνεται να τις στερηθούμε. Είναι ένα δώρο στον εαυτό μας, ένα είδος πολυτέλειας και αναψυχής, μια ανταμοιβή για τη σκληρή δουλειά και τη θυσία που κάνουμε μέσα στον χρόνο. Είναι ένα κεκτημένο. Άλλωστε ακόμη και οι παππούδες μας είχαν αυτό το προνόμιο πολύ πριν έρθουν οι Γερμανοί τουρίστες στη χώρα μας. Η θάλασσα μας ανήκε.
Αλλά ο τουρισμός στη χώρα μας ο οποίος ξεκίνησε μετά το 1950, έφερε νέα δεδομένα. Το 1950 καταγράφονται, 40.000 τουρίστες, το 1961 είναι 1 εκατομμύριο και το 1973, αγγίζουν τα 3 εκατομμύρια. Αυτό σημαίνει πως η σχέση με τη θάλασσα αλλάζει, το cult, η σχέση με το σώμα, η μόδα. Το μεταπολεμικό κλίμα έχει να κάνει με το σώμα, την γυναικεία απελευθέρωση, τη σεξουαλική χειραφέτηση και αυτό σχετίζεται με την εικόνα του τουρισμού.
Στην Ελλάδα έρχονται ξαφνικά από τους γιεγιέδες ως τους γυμνιστές στα Μάταλα. Η Ελλάδα πλημμυρίζει κυρίως από χώρες του ευρωπαϊκού βορρά. Σκανδιναβούς, Σουηδούς, Γερμανούς. Τα αρχαία εξακολουθούν να είναι σημαντικά, αλλά η θέση τους πλέον δεν είναι κυρίαρχη. Οι επισκέπτες είναι πλέον νεαρής κυρίως ηλικίας. Από τη δεκαετία του ‘60 και μετά, η Ελλάδα είναι μία χώρα που προσελκύει μία άγρια ευρωπαϊκή και αμερικάνικη νεολαία, συνδέεται με τις χαρές και τις απολαύσεις της ελληνικής θάλασσας. H δεκαετία του 1980 εκφράζει τον φθηνό τουρισμό και το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης γίνεται θέμα στην ταινία «Summer Lovers», όπου ο έρωτας απελευθερώνεται στα σοκάκια της Οίας. Από αυτό το πρώτο αθώο κύμα τουρισμού βρεθήκαμε σύντομα μπροστά στους Ρώσους με τις σαμπάνιες στη Μύκονο, αλλά και στην κατάληψη της παραθαλάσσιας Ελλάδας. Μπροστά σε μια θηριώδη βιομηχανία, χωρίς όρους, χωρίς νόμους. Τα τοπία άλλαξαν. Το πεύκο δεν αρκεί για σκιά. Τα ψαροχώρια γίνονται Μαγιόρκα. Η ξαπλώστρα κάνει την εμφάνιση της. Μαζί έρχονται τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα οργανωμένα γκρουπ, τα βραχιολάκια, το χταποδάκι με τρούφα και η ασυδοσία.
Ο δημόσιος χώρος, οι ελεύθερες παραλίες, η ανεμελιά του τάπερ στην άμμο έδωσαν τη θέση τους σε οργανωμένες παραλίες και σε μια μπίζνα η οποία κινεί σήμερα μια ολόκληρη χώρα. Σε αυτόν τον βωμό θυσιάστηκαν οι διακοπές του Έλληνα, το δικαίωμα του στην παραλία. Το θέμα είναι και ηθικό. Όταν διαδηλώνουν οι πολίτες στις παραλίες, δεν διεκδικούν μόνο μια θέση για την πετσέτα τους. Διεκδικούν από το κράτος αυτό που μας ανήκει. Αυτό που πληρώνουμε ακριβά. Το οποίο δεν εισπράττουμε πίσω ούτε στις πόλεις, που είναι πλέον ανυπόφορες, αλλά ούτε και κάτω από τον ήλιο, τον ελληνικό ήλιο που ήταν κάποτε δικός μας.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο in.gr