Ν. Καντερές: Το φετινό καλοκαίρι δεν θα είναι για την Ελλάδα το θερμόμετρο που έχουμε ζήσει
Την εκτίμηση ότι το καλοκαίρι του 2023 δεν θα είναι το θερμότερο που έχει υπάρξει στην Ελλάδα, εκφράζει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο μετεωρολόγος, φυσικός και πρώην διευθυντής της ΕΜΥ, Νίκος Καντερές, προσθέτοντας ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας.
«Η εκτίμησή μου είναι ότι το φετινό καλοκαίρι δεν θα είναι το θερμότερο που έχουμε ζήσει. Θα είναι κάτι που έχουμε ξαναπεράσει, οπότε δεν χρειάζεται φοβία και ανησυχία ούτε και τρομοκρατία θα έλεγα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Καντερές.
Διαθέτοντας πάρα πολλά χρόνια εμπειρίας, ο κ. Καντερές διατηρεί ένα πλούσιο αρχείο όπου έχει καταγράψει τις θερμοκρασίες και τις ημέρες καύσωνα από το 1980 έως και σήμερα. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο χειρότερος καύσωνας που παρατηρήθηκε στην ελληνική επικράτεια τα τελευταία 50 χρόνια ήταν τον Ιούλιο του 1987, μήνας ο οποίος συνηθίζεται να καταφτάνουν θερμές εισβολές. Τον Ιούλιο του 1987, όπως αναφέρει ο κ. Καντερές, για 12 μέρες η θερμοκρασία ήταν πάνω από 37 και 38 βαθμούς και για 8 μέρες από 40 και πάνω, ενώ το χειμώνα της ίδιας χρονιάς είχαν σημειωθεί πολλές χιονοπτώσεις. Παράλληλα, όπως επισημαίνει, «ο μικρότερος καύσωνας ήταν τον Ιούλιο του 2018, που διήρκησε για 3 μέρες, ωστόσο συνοδεύτηκε από την πυρκαγιά του αιώνα σε αστική περιοχή, στο Μάτι της Αττικής με τα 104 θύματα». Εξηγώντας ότι ως μέρες καύσωνα χαρακτηρίζονται εκείνες οι θερμοκρασίες που φτάνουν από 37 βαθμούς Κελσίου και πάνω, ο κ. Καντερές σημειώνει ότι μεγάλη σημασία θα πρέπει να δίνεται εκτός από την ένταση του καύσωνα και στη διάρκειά του.
«Καύσωνες που παρατηρούνται 2-3 φορές τον χρόνο, της τάξεως 5 και 6 ημερών αντιμετωπίζονται, αλλά αυτοί που διαρκούν 8, 9 και 10 ημέρες, δυσκολεύουν την κατάσταση», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Εξετάζοντας το αρχείο του και τις παρατηρήσεις του όλα αυτά τα χρόνια, για τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και τις μέρες που έχουν σημειωθεί θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών, άνω των 37 βαθμών Κελσίου, ο κ. Καντερές καταλήγει στα εξής συμπεράσματα:
· Στη διάρκεια της δεκαετίας 1980-1989 στο λεκανοπέδιο της Αττικής καταγράφηκαν 125 μέρες με θερμοκρασίες από 37 βαθμούς Κελσίου και πάνω και ιδιαίτερα το 1987 και 1988 που ήταν 12 συνεχείς ημέρες.
· Στη δεκαετία του 2000-2009 οι συνολικές μέρες ήταν 158, ενώ στη διάρκεια της δεκαετίας 2010-2019 έφτασαν τις 221 μέρες.
· Ιδιαίτερα κατά την παραπάνω δεκαετία παρατηρήθηκε ότι η θερμότερη χρονιά ήταν το 2012 καθώς συνολικά σε 44 μέρες σημειώθηκαν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες θερμοκρασίες πάνω από 37 βαθμούς Κελσίου. Το 2014 ήταν 30 μέρες. Το 2016 καταγράφηκαν 28 μέρες, ενώ το 2017, 27 μέρες.
«Παρατηρούμε ότι υπάρχει μια σημαντική αύξηση των ημερών. Αναφορικά με το διάστημα 2020-2022, διαπιστώνουμε ότι το 2021 είχαμε 28 μέρες με θερμοκρασίες άνω των 37 βαθμών Κελσίου, γεγονός που συνδέεται και με τις πυρκαγιές, ενώ το 2022 οι μέρες που οι θερμοκρασίες ξεπέρασαν τους 37 βαθμούς Κελσίου ήταν 19. Όσον αφορά τη φετινή χρονιά, φαίνεται ότι δεν θα είναι το πιο θερμό καλοκαίρι που έχουμε περάσει. Δεν νομίζω ότι μπορεί να επαναληφθεί και το φετινό καλοκαίρι να έχουμε 30 και 40 μέρες τέτοιες θερμοκρασίες. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη ανησυχία», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Καντερές.
Αναφορικά με την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, ο κ. Καντερές τονίζει ότι είναι μεγάλη ανάγκη να δοθεί έμφαση στην πρόληψη.
«Πρέπει να δοθεί έμφαση στην πρόληψη και μετά άμεση επέμβαση. Τώρα υπάρχει η δυνατότητα γιατί σε σύγκριση με άλλα χρόνια έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό και η τοπική αυτοδιοίκηση. Έχουν αυξηθεί και οι εθελοντές. Χρειάζεται ετοιμότητα απ’ όλους. Αν άμεσα επέμβουν το συντομότερο δυνατόν τότε τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα. Είναι ανάγκη να υπάρχει μεγαλύτερη προσπάθεια γιατί δεν υπάρχουν περιθώρια να χαθεί κι άλλο πράσινο στη χώρα μας», σημειώνει ο κ. Καντερές και προσθέτει ότι από την εμπειρία του ως μετεωρολόγος της πρώτης γραμμής, εκτιμά ότι χρειάζεται από την προηγούμενη μέρα να υπάρχει η κατάλληλη κατανομή των εναέριων δυνάμεων. «Χρειάζεται και η εμπειρία και η προσπάθεια γιατί ο καιρός δίνει πάντοτε το σήμα, αρκεί να ξέρει κάποιος να το ερμηνεύσει και άμεσα να επέμβει η Πολιτεία, διότι και φέτος διατίθενται πολλά χρήματα από την Πολιτική Προστασία, στο τέλος όμως της περιόδου θα φανεί ο συντελεστής απόδοσης. Το σημαντικότερο όμως απ' όλα είναι η πρόληψη», τονίζει.
Σχετικά με το φαινόμενο Ελ Νίνιο, ο κ. Καντερές επισημαίνει ότι προκαλεί διακυμάνσεις στο νότιο ημισφαίριο και παρακολουθείται από τους επιστήμονες με δορυφόρους γιατί έχει άμεσες οικονομικές συνέπειες και στη Νότια Αμερική και στην Αυστραλία, και στο κέντρο της Αφρικής και στην Ινδονησία. «Φαινόμενα που μπορεί να συνοδεύονται από πλημμύρες, ισχυρά φαινόμενα που να έχουν περάσει προς το βόρειο ημισφαίριο μπορεί να επηρεάσουν την κεντρική και βόρεια Αμερική. Από εκεί και πέρα όμως για να φτάσουν μέχρι την Ελλάδα είναι, κατά την άποψή μου, αδύνατον. Οπωσδήποτε τέτοια ισχυρά φαινόμενα θέλουν παρακολούθηση. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε προηγούμενα χρόνια, όπως το 1999, το 2015 και το 2016 που είχε έξαρση αυτό το φαινόμενο. Η Ελλάδα τότε δεν επηρεάστηκε καθόλου. Αν στο μέλλον παρατηρηθεί ότι αυτό το φαινόμενο συνδέεται και με την Ελλάδα, τότε θα μπορούμε να το υποστηρίξουμε. Τώρα είναι άκαιρο να το επαναλαμβάνουμε ότι αυτό επηρεάζει την Ελλάδα. Το παρακολουθούμε αλλά έχουμε άλλα γεγονότα να παρακολουθήσουμε που επηρεάζουν την Ελλάδα», υπογραμμίζει ο κ. Καντερές.
Σχετικά με την ξηρασία που έπληξε κατά το προηγούμενο διάστημα τη Δυτική Ευρώπη, ο κ. Καντερές σημειώνει ότι όσο η Δυτική Ευρώπη απασχολείται από θερμές εισβολές από το Μαρόκο, εδώ δεν χρειάζεται να ανησυχούμε ιδιαίτερα.
«Τα φαινόμενα της ξηρασίας υπάρχουν κι έχουν επιπτώσεις σε πολλές καλλιέργειες, όπως στην καλλιέργεια της ελιάς. Φέτος ήταν ένας ήπιος χειμώνας. Οι μέρες βροχής ήταν πολύ κάτω από τις κανονικές τιμές. Οι βροχές που παρατηρήθηκαν αν εξαιρέσουμε τη Δυτική Ελλάδα και τμήματα της βόρειας και κεντρικής Ελλάδας, στις άλλες περιοχές τα ύψη ήταν χαμηλότερα. Ευτυχώς που ο Μάιος ήρθε κάπως να αναπληρώσει γι' αυτές τις ελλείψεις των προηγούμενων μηνών, μη εξαιρουμένων και του Φεβρουαρίου. Ο Δεκέμβριος και ο Ιανουάριος φέτος ήταν αρκετά ήπιοι, δεν είχαμε πολλές βροχές κι αυτός είναι ένας λόγος που πρέπει να ανησυχούμε αρκετά περισσότερο σε ό,τι αφορά τις πυρκαγιές για τη φετινή θερινή περίοδο», καταλήγει ο κ. Καντερές.