Η Σαντορίνη που δεν υπάρχει πια -Ανέκδοτο φωτογραφικό και αρχιτεκτονικό υλικό σε μια έκθεση
«Σπίτι όσο χωρείς και κάμπο όσο θωρείς». Η σοφή ρήση ενός ιερέα στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης είχε χαραχτεί στη μνήμη της Σάσας Λαδά όταν ως φοιτήτρια αρχιτεκτονικής του ΑΠΘ αποτύπωνε, πριν από 56 χρόνια, το σπίτι του στο πλαίσιο μελέτης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Ηταν τέλη της δεκαετίας του ’60. Το νησί αλώβητο από την τουριστική ανάπτυξη αλλά λαβωμένο από τον σεισμό διατηρούσε την αρχιτεκτονική σε σπίτια και οικισμούς που είχαν χτίσει ντόπια μαστόρια, προσαρμοσμένα στη μορφολογία του εδάφους και στις ανάγκες κάθε νοικοκυριού. Τα λόγια του παπά συμπύκνωναν όλη τη φιλοσοφία της «κατ’ εξοχήν ανώνυμης αρχιτεκτονικής με μια λειτουργικότητα η οποία», όπως τους έλεγε ο δάσκαλός της Παναγιώτης Μιχελής, «υπάκουε στον λιτότερο τρόπο ζωής που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η επιβίωση μέσα σε όλες τις αντίξοες φυσικές και οικονομικές συνθήκες».
Το ρητό αυτό τιτλοφορεί την έκθεση με την οποία η Σάσα Λαδά, ομότιμη καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ανοίγει το αρχείο της για να παρουσιάσει πρώτη φορά ένα ανέκδοτο υλικό αρχιτεκτονικών αποτυπώσεων και φωτογραφικής τεκμηρίωσης οικισμών και τοπίων που είχε συγκεντρώσει τη διετία 1967-1968.
Η Σαντορίνη που αποκαλύπτει δεν υπάρχει πια. Τα χειροποίητα σπίτια σε περίπου 1.000 φωτογραφίες και σε χειροποίητα σχέδια αποτελούν πολύτιμο τεκμήριο μιας κρίσιμης, σύντομης περιόδου μετάβασης του νησιού που θα μπορούσε να ονομαστεί, όπως λέει η κ. Λαδά, «μετά τον σεισμό και πριν τον τουρισμό». Καταγράφουν την αρχιτεκτονική των οικισμών Πύργου, Ακρωτηρίου, Εμπορείου, Φηρών και το τοπίο πριν από τη ριζική αλλοίωσή τους από τη ραγδαία ανάπτυξη του τουρισμού.
Θυμάται έντονα εκείνη τη Σαντορίνη η Σάσα Λαδά, την ιδιαίτερη πολιτισμική της ταυτότητα. «Όταν μαζί με τους Ανέστη Παπαδάκη και Μιχάλη Χατζόπουλο, αναλάβαμε τη μελέτη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής- βασικό αντικείμενο της Εδρας Μορφολογίας- Ρυθμολογίας με καθηγητή τον Νίκο Μουτσόπουλο- δεν είχα δει τη Σαντορίνη ούτε σε φωτογραφίες», αφηγείται στην «Κ». «Το καράβι μάς άφησε νύχτα στη μέση του πελάγους. Μόλις αντίκρισα την καλντέρα με τα λιγοστά φώτα να τρεμοπαίζουν στο σκοτάδι, την ερωτεύτηκα. Επιβιβαστήκαμε σε βάρκες για να μας μεταφέρουν στο λιμάνι. Ανεβήκαμε στη Χώρα με μουλάρια. Χίπηδες με σακίδια ήταν οι λιγοστοί τουρίστες του νησιού που διανυκτερεύαμε στο ίδιο Υouth Ηostel. Το πρωί, όταν αντίκρισα τη θέα, έμεινα άναυδη. Δέος! Προορισμός μας ήταν το Ακρωτήρι. Το λεωφορείο εκείνη την εποχή εκτελούσε ένα δρομολόγιο Φηρά – Ακρωτήρι μια φορά την εβδομάδα. Ναυλώσαμε ταξί, στριμωγμένοι με άλλους πελάτες, κότες και μπαγκάζια σ’ ένα Moskvitch (Μόσχοβιτς)».
Η ομάδα της κατέγραψε τους οικισμούς στο Ακρωτήρι και στον Πύργο. Την εποχή εκείνη, «ψαράδες, γεωργοί (αμπελοκαλλιεργητές) και ναυτικοί ήταν οι κάτοικοί της, με έναν τρόπο ζωής δεμένο με το σπίτι, την αυλή του και τα μικροκαθιστικά του δρόμου, μια ζωή που έχει συνέπεια μια εσωστρεφή αρχιτεκτονική», έγραφαν στην εργασία τους που παρουσίασαν εκείνη τη χρονιά σε μορφή δημόσιας διάλεξης. Ολο το οικοσύστημα των κατοικιών, υπογράμμιζαν, «υποστήριζε μια οικιακή οικονομία που ανακύκλωνε τα πάντα. Από την τελευταία σταγόνα βροχής που μέσα από τη διαδοχή των δωμάτων κατέληγε στη στέρνα, μέχρι τη χρεία όπου συγκεντρώνονταν όλα τα οργανικά περιττώματα τα οποία στη συνέχεια γίνονταν λίπασμα στα χωράφια».
Ενθουσιασμένοι από τη «μοναδική αρχιτεκτονική της οικονομίας και του πολιτισμού, τις ρευστές φόρμες των κατασκευών όπου κυριαρχούσε το ολόλευκο γαλάκτισμα στις επιφάνειες ανάμεσα στις τραχιές κοκκινόμαυρες πέτρες του ηφαιστείου», αποτύπωσαν κάθε γωνιά, τους ανθρώπους στην καθημερινότητά τους και τα αρχιτεκτονήματα σε αρνητικά φιλμ και χειροποίητα σχέδια με γραφός και ζιλό πενάκια, σινική και ακουαρέλα σε ρυζόχαρτα και διαφανή.
«Ανεβήκαμε στον Γουλά του Ακρωτηρίου και στο Καστέλι του Πύργου, διαπιστώσαμε την αδιατάραχτη έκταση του τοπίου που επιβεβαίωνε το ρητό της έκθεσης ως προς το “…κάμπο όσο θωρείς”. Διακρίναμε τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες ανάμεσα στους κατοίκους των δύο οικισμών: πρωτογενείς στο Ακρωτήρι, τόπο, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν οι ντόπιοι, κολλήγων, με πολλά υπόσκαφα στο ελάχιστο του χώρου, με ελευθερία και αυθαιρεσία στη δόμηση, σύμπτυξη, πολυπλοκότητα. Μεγαλύτερα κτίσματα, σαφή οργάνωση και σχετική άνεση στον Πύργο κατοικημένος κυρίως από κτηματίες και καλλιεργητές».
Η Σάσα Λαδά επέστρεψε στο νησί και την επόμενη χρονιά για τη διπλωματική της εργασία, εστιασμένη στην πρόταση να μην αλλοιωθεί η παραδοσιακή αρχιτεκτονική. «Πέρασαν πολλά χρόνια, όταν πια ο τουρισμός άρχισε να σαρώνει τα πάντα, για να κατανοήσω την αξία εκείνης της τεκμηρίωσης», λέει. Διασώζει ωστόσο σπάνια ντοκουμέντα (φωτογραφίες, σχέδια, κατόψεις, όψεις, τομές, προοπτικά και σκίτσα) για τα οποία αναζητεί τον φορέα που θα τα διαφυλάξει και θα τα αξιοποιήσει.
Μια γεύση αυτού του υλικού δίνει η έκθεση η οποία αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα στο νέο Κέντρο Φωτογραφίας «Kastelana» στην είσοδο του Καστελιού στον Πύργο σε επιμέλεια Αλεξίας Πρασσά, Στέργιου Καράβατου, Σάσας Λαδά και Τόνιας Νούσια. Επιλεγμένες φωτογραφίες από όλους τους οικισμούς αποθεώνουν την Αρχιτεκτονική της Σαντορίνης στο απαστράπτον φως του Αιγαίου, σκίτσα και γραμμικά σχέδια αναπαριστούν την ατμόσφαιρα ενός φοιτητικού αρχιτεκτονικού στούντιο ενώ στο ψηλότερο επίπεδο που προσφέρει πανοραμική θέα του οικισμού και του νησιού, επιλεγμένες φωτογραφίες βρίσκονται σε αντιπαράθεση με αντίστοιχες εικόνες του 1968-69. Σήμερα, όπως λέει η Σάσα Λαδά, η Αρχιτεκτονική, λόγω των νέων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, έχει μεταμορφωθεί. Ο «εκσυγχρονισμός» που ακολούθησε ήταν καταστροφικός. Η έκθεση είναι ένα μικρό αντίδωρο στη Σαντορίνη του ’60 και της νιότης μας.
Πηγή: Καθημερινή