Η μητρότητα παραμένει ένας από τους πιο αυστηρά οριοθετημένους κοινωνικούς ρόλους. Όταν μια μητέρα εγκαταλείπει το παιδί της, το κοινωνικό βλέμμα σπάνια στέκεται στα αίτια. Εκείνο που κυριαρχεί είναι η πράξη της φυγής και όχι οι συνθήκες που την προκάλεσαν. Η αποχώρηση της μητέρας δεν αντιμετωπίζεται ως αποτέλεσμα αδιεξόδου, ψυχικής εξάντλησης ή ανάγκης επιβίωσης, αλλά ως εγωισμός και ηθική αποτυχία. Η μητέρα που φεύγει δεν θεωρείται μια γυναίκα που δεν άντεξε, αλλά μια γυναίκα που δεν έπρεπε να φύγει.
Το στίγμα που συνοδεύει αυτή την επιλογή δεν είναι παροδικό. Η κοινωνική κριτική δεν εξαντλείται στη στιγμή της απομάκρυνσης, αλλά εγκαθίσταται μόνιμα στη ζωή της γυναίκας. Ακόμη κι αν επιστρέψει, ακόμη κι αν προσπαθήσει να αποκαταστήσει τη σχέση με το παιδί της, η ταυτότητα της «κακής μητέρας» παραμένει ενεργή. Η επιστροφή δεν αναιρεί το παρελθόν· συχνά το επαναφέρει με μεγαλύτερη ένταση.
Πώς λειτουργεί το στίγμα της «κακής μητέρας»
Η μητρότητα εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως ρόλος χωρίς περιθώρια λάθους. Σε αντίθεση με την πατρική απουσία, η οποία συχνά εξηγείται ή και συγχωρείται, η μητρική αποχώρηση εκλαμβάνεται ως αδιαπραγμάτευτη παραβίαση. Η κοινωνία δεν ρωτάει τι κόστισε η παρουσία, ούτε τι προηγήθηκε της φυγής. Εκείνο που μένει είναι η απόκλιση από το πρότυπο.
Σε αυτό το πλαίσιο, ενεργοποιούνται συγκεκριμένοι, επαναλαμβανόμενοι μηχανισμοί κοινωνικής κρίσης:
- η μητέρα κρίνεται αποκλειστικά με βάση την απουσία της,
- τα αίτια της απομάκρυνσης υποβαθμίζονται ή αποσιωπώνται,
- η επιστροφή δεν αναιρεί το στίγμα,
- η μητρική ταυτότητα μετατρέπεται σε μόνιμο πεδίο κατηγορίας.
Η άνιση ανοχή απέναντι στη γονεϊκή απουσία
Η κοινωνία δείχνει σαφώς μεγαλύτερη ανοχή στους άνδρες που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους. Η πατρική απουσία, ακόμη και όταν είναι μακροχρόνια ή οριστική, συχνά ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα ανωριμότητας, αδυναμίας δέσμευσης ή προσωπικής αποτυχίας, χωρίς να συνοδεύεται από το ίδιο ηθικό βάρος. Αντίθετα, η μητέρα που φεύγει αντιμετωπίζεται ως κάποια που παραβιάζει έναν θεμελιώδη, σχεδόν «φυσικό» κανόνα.
Το στίγμα παραμένει ακόμα και όταν η αποχώρηση της γυναίκας συνδέεται με ενδοοικογενειακή κακοποίηση. Γυναίκες που έφυγαν από τα σπίτια τους για να προστατεύσουν τον εαυτό τους ή τα παιδιά τους, συχνά βρίσκονται αντιμέτωπες με ερωτήματα που δεν τίθενται ποτέ στους άνδρες: γιατί δεν έμειναν, γιατί δεν άντεξαν, γιατί δεν βρήκαν άλλον τρόπο. Η βία υποχωρεί στη δημόσια αφήγηση και τη θέση της παίρνει η κατηγορία της εγκατάλειψης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η κοινωνική κρίση δεν στρέφεται μόνο ενάντια στην απουσία, αλλά ενάντια στην ίδια την απόφαση της γυναίκας να επιλέξει την επιβίωση. Η μητρότητα εξακολουθεί να θεωρείται ασύμβατη με την αποχώρηση, ακόμη κι όταν η παραμονή συνεπάγεται φόβο, κακοποίηση ή απειλή. Η ανοχή που δείχνεται στους άνδρες μετατρέπεται σε αυστηρότητα απέναντι στις γυναίκες, αποκαλύπτοντας μια βαθιά άνιση κατανομή ευθύνης και ενοχής.
Μπριζίτ Μπαρντό: Όταν η δημοσιότητα συναντά τη μητρότητα
Η περίπτωση της Μπριζίτ Μπαρντό δίνει μια διαφορετική, αλλά εξίσου αποκαλυπτική όψη αυτού του μηχανισμού. Η Μπαρντό δεν υπήρξε μια ανώνυμη μητέρα. Υπήρξε σταρ, σύμβολο, μύθος. Η κοινωνική της ισχύς και η δημόσια εικόνα της λειτούργησαν ως ασπίδα. Δεν στιγματίστηκε με τον τρόπο που στιγματίζονται χιλιάδες άλλες γυναίκες. Δεν αποσύρθηκε από το κοινωνικό προσκήνιο και βέβαια ούτε από σύμβολο του σεξ.
Στο αφιέρωμά του το 2014, o Guardian περιγράφει τη μητρότητα της Μπαρντό όχι ως προσωπικό δράμα, αλλά ως έναν ρόλο που η ίδια δεν θέλησε ποτέ να ενσωματώσει στην ταυτότητά της, παραμένοντας πιστή στην άρνηση κάθε κοινωνικής σύμβασης.
Ωστόσο, η ίδια δεν έκρυψε ποτέ την αποστροφή της για τον ρόλο της μητέρας. Σε συνεντεύξεις και στην αυτοβιογραφία της μίλησε ανοιχτά για τη μητρότητα ως εμπειρία που δεν επέλεξε και δεν αγκάλιασε, φτάνοντας να δηλώσει ότι θα προτιμούσε να είχε γεννήσει ένα σκυλί αντί για παιδί. Η δήλωση αυτή δεν υπήρξε μια στιγμιαία υπερβολή. Εντάσσεται σε μια σταθερή αφήγηση άρνησης της μητρικής ταυτότητας.
Όταν το βάρος μεταφέρεται στο παιδί
Σε αυτή την περίπτωση, το κοινωνικό βάρος δεν εξαφανίζεται. Μετατοπίζεται. Όταν η μητέρα διαθέτει ισχύ, φήμη και προστασία, το στίγμα δεν την αγγίζει με τον ίδιο τρόπο. Το συναισθηματικό και ηθικό κόστος μεταφέρεται στο παιδί, το οποίο καλείται να μεγαλώσει όχι μόνο με την απουσία, αλλά και με τη δημόσια δικαιολογία αυτής της απουσίας.
Ο γιος της Μπαρντό, ως ενήλικας, επέλεξε να κρατήσει απόσταση από τη μητέρα του και να ζήσει μακριά από τη δημόσια έκθεση. Η φράση του ότι εκείνη αγαπά τις γούνες της ενώ εκείνος αγαπά την οικογένειά του λειτουργεί ως πράξη οριοθέτησης και όχι ως εκδίκηση: ως δήλωση μιας διαφορετικής ηθικής και συναισθηματικής επιλογής.
Η επιστροφή που δεν οδήγησε σε συμφιλίωση
Σε μεταγενέστερη ηλικία, η ίδια άφησε να εννοηθεί ότι επιθυμούσε μια μορφή επαναπροσέγγισης. Η πρόθεση αυτή, ωστόσο, δεν οδήγησε σε συμφιλίωση. Ο γιος της είχε ήδη συγκροτήσει τη ζωή του χωρίς εκείνη και επέλεξε να προστατεύσει την ιδιωτικότητα της δικής του οικογένειας.
Ποιος τελικά πληρώνει το κόστος
Η σύγκριση αυτών των περιπτώσεων αποκαλύπτει μια κρίσιμη αντίφαση. Σε πολλές περιπτώσεις, το στίγμα συνθλίβει τη μητέρα. Σε άλλες, όταν υπάρχει κοινωνική ισχύς, το στίγμα παρακάμπτεται, αλλά το τραύμα παραμένει ενεργό αλλού. Το κοινό στοιχείο δεν είναι η δημόσια καταδίκη ή η δημόσια ασυλία, αλλά το γεγονός ότι η μητρότητα, όταν διαρρηγνύεται ή απορρίπτεται, αφήνει τραύματα που είναι δύσκολο να θεραπευτούν.
Το ερώτημα που παραμένει δεν αφορά στο εάν η μητέρα μπορεί να έχει λόγους να εγκαταλείψει το παιδί της. Αφορά στο πώς διαχειρίζεται η κοινωνία την απουσία μιας μητέρας, ποιον φορτώνει με το βάρος της και τι σημαίνει να μεγαλώνεις είτε με το στίγμα μιας μαμάς που έφυγε είτε με τη σιωπή μιας απουσίας που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
«Και ο θεός έπλασε» την… Μπριζίτ Μπαρντό
Η Γαλλίδα ηθοποιός Μπριζίτ Μπαρντό έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών, σύμφωνα με ανακοίνωση του ιδρύματος που φέρει το όνομά της (Fondation Brigitte Bardot). Από το φως των προβολέων μέχρι την απόφασή της να αποσυρθεί, η Μπαρντό έζησε με τον δικό της τρόπο, αφήνοντας πίσω της ένα αποτύπωμα που ξεπέρασε την τέχνη και άγγιξε την κοινωνία, τον πολιτισμό και την ευαισθησία απέναντι στη ζωή.
«Το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό ανακοινώνει με απέραντη θλίψη τον θάνατο της ιδρύτριας και προέδρου του, της Μπριζίτ Μπαρντό, μιας διεθνώς αναγνωρισμένης ηθοποιού και τραγουδίστριας, που επέλεξε να εγκαταλείψει μια περίβλεπτη σταδιοδρομία για να αφιερώσει τη ζωή και την ενέργειά της στην υπεράσπιση των ζώων και στο Ίδρυμά της», αναφέρει ανακοίνωση που διαβιβάστηκε στο Γαλλικό Πρακτορείο, χωρίς να αναφέρει την ημέρα ή τον τόπο θανάτου.

«Και ο θεός έπλασε» την… Μπριζίτ Ανν-Μαρί Μπαρντό στις 28 Αυγούστου 1934 στο Παρίσι. Ο πατέρας της ήταν βιομήχανος, η μητέρα αφοσιωμένη στην μεγαλοαστική συντηρητική ανατροφή της. Η Μπριζίτ ονειρεύεται την μεγάλη οθόνη και στα 15 της συμμετέχει στην πρώτη από τις 45 ταινίες που θα την κάνουν διάσημη σε όλη την υφήλιο αποτυπώνοντας την αισθησιακή παρουσία της η οποία μαγνήτιζε τους πάντες.

Σόκαρε και σαγήνευσε την μεταπολεμική Ευρώπη. Το σήμα κατατεθέν της: ξανθά μακριά μαλλιά, αγέρωχο παράστημα, μια χαμογελάει, μια κρατάει μούτρα, ερωτική, απελευθερωμένη. Μέσα της δεκαετίας του 50, ο Γάλλος σκηνοθέτης Roger Vadim, ο πρώτος από τους 4 συζυγούς, της προσφέρει το πρωταγωνιστικό ρόλο στη ταινία «Και ο θεός… έπλασε τη γυναίκα».
Η μοναδική φωτογένειά της, την καθιερώνει παγκόσμια σταρ, ηθοποιός, είδωλο της μόδας, μανεκέν και τραγουδίστρια στις δεκαετίες του 60 και 70.

Μύθος των δεκαετιών 1950 και 1960, ήταν αστέρι παγκόσμιας αναγνωρισιμότητας, ιέρεια και μούσα των μεγαλύτερων καλλιτεχνών της εποχής. Έμβλημα της γυναικείας χειραφέτησης, ελεύθερη, σε μια εποχή συντηρητική. Με 48 ταινίες στο ενεργητικό της και περισσότερα από 80 τραγούδια σε 21 έτη καριέρας, η Μπριζίτ Μπαρντό, πασίγνωστη επίσης με τα αρχικά της, BB («Μπεμπέ»), είναι μια από τις γνωστότερες Γαλλίδες καλλιτέχνιδες παγκοσμίως.

Στα μέσα της δεκαετίας του 70, στο απόγειο της δόξας της, το σύμβολο της γυναικείας απελευθέρωσης αποσύρεται από τον κινηματογράφο στα 38 της χρόνια. Αφιερώνει το υπόλοιπο τη ζωής της στην προστασία των ζώων μέσω του ιδρύματος Brigitte Bardot πουλώντας τα κοσμήματά και πολύτιμα ενθύμια της.

Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της, ήταν παντρεμένη με τον 4ο σύζυγό, τον επιχειρηματία Bernard d’Ormale, στενό φίλο του ακροδεξιού Ζαν Μαρι Λε Πεν έγινε στόχος κριτικής για τις υπέρ-συντηρητικές θέσεις της.
