Η εκπαίδευση πριν την Επανάσταση του 1821
Σημαντικές σχολές ελληνικής Παιδείας, καθώς επίσης κατά τόπους σχολεία, οικοδιδασκαλεία και άτυπη διδασκαλία από τους εγγράμματους για τη βασική γνώση ανάγνωσης και γραφής, συνθέτουν την εικόνα της εκπαίδευσης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Ειδικότερα όσον αφορά την προεπαναστατική περίοδο, στα τέλη του 18ου αιώνα, η άνοδος της εμπορικής τάξης, η διάχυση των ιδεών του Διαφωτισμού και η σταδιακή ανάπτυξη εθνικής ιδεολογίας έφεραν αλλαγές στον τρόπο και το περιεχόμενο της διδασκαλίας, με τον Κοραή στις αρχές του 19ου αιώνα να υπογραμμίζει τη σημασία της εθνικής διάστασης της Παιδείας για την ανάπτυξη της ελληνικής συνείδησης.
Γενικά, η εκπαίδευση περιελάμβανε δύο τύπους σχολείων: έναν κατώτερου επιπέδου, το σχολείο των κοινών γραμμάτων και έναν μέσου επιπέδου, το σχολείο των ελληνικών γραμμάτων. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός άλλαξε την εικόνα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, με την ίδρυση νεωτερικών σχολείων και αλλαγές στα προγράμματα σπουδών στις σχολές ελληνικών γραμμάτων.
Το σχολείο των κοινών γραμμάτων
Ουσιαστικός ήταν ο ρόλος των σχολείων των κοινών γραμμάτων στον αλφαβητισμό της ελληνικής κοινωνίας κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Σε αυτό τον τύπο σχολείων, οι μαθητές λάμβαναν στοιχειώδεις γνώσεις ανάγνωσης γραφής και αριθμητικής. Τα σχολεία αυτά κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν είχαν θεσμική υπόσταση, καθώς λειτουργούσαν άτυπα στο πλαίσιο της κοινότητας ή της ενορίας. Μόνο προς τα τέλη του 18ου αιώνα άρχισαν να δημιουργούνται τέτοιου είδους δομές δίπλα στα σχολεία των ελληνικών γραμμάτων. Χρέη δασκάλου έκανε συνήθως ο ιερέας της ενορίας ή οποιοσδήποτε είχε βασικές γνώσεις, όπως ένας έμπορος, ένας ράφτης ή ένας παπουτσής. Για τη στέγαση, αρκούσε ένα δωμάτιο στον περίβολο της εκκλησίας, ένα κελί μοναστηριού ή το εργαστήρι ενός επαγγελματία.
Το άτυπο «πρόγραμμα σπουδών», όπως θα το ονομάζαμε σήμερα, άρχιζε με τα γράμματα της αλφαβήτου σε πινακίδια και συνέχιζε με τον συλλαβισμό και την ανάγνωση. Τα βιβλία και τα κείμενα με τα οποία εξασκούνταν οι μαθητές στην ανάγνωση ήταν θρησκευτικά.
Ωστόσο, λίγο πριν τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να εκδίδονται τα πρώτα αλφαβητάρια με απλά κείμενα σε κατανοητή γλώσσα για την εξάσκηση των μαθητών στην ανάγνωση, εισάγοντας παράλληλα νέες μεθόδους για την εκμάθηση των γραμμάτων.
Το γράψιμο αποτελούσε ξεχωριστό «μάθημα», αλλά δεν έφταναν όλοι οι μαθητές σε αυτό το επίπεδο.
Αξίζει, σε αυτό το σημείο, να επισημανθεί ότι η εκμάθηση των βασικών γνώσεων δεν περνούσε απαραίτητα από τα σχολεία. Οποιοσδήποτε με στοιχειώδεις γνώσεις -είτε μέσα από την οικογένεια είτε όχι- μπορούσε να διδάξει σε κάποιο παιδί γραφή και ανάγνωση. Οι εύπορες οικογένειες μπορούσαν να προσλάβουν κάποιον οικοδιδάσκαλο, ενώ υπήρχε και η έμμισθη ιδιωτική διδασκαλία.
Το σχολείο των ελληνικών γραμμάτων
Σημαντικές σχολές, όπως η Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης, η Σχολές της Σμύρνης, της Χίου, των Αγράφων, των Ιωαννίνων, του Ιασίου και του Βουκουρεστίου ανήκουν στον τύπο αυτό των σχολείων.
Σε αυτό το επίπεδο, κύριος σκοπός ήταν η μελέτη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, στοιχείων φιλοσοφίας και επιστημών. Συνήθως, στις σχολές αυτές κατά τον 18ο αιώνα υπάρχουν δύο κύκλοι σπουδών: ένας για τη διδασκαλία της γραμματικής, του συντακτικού και της μελέτης αρχαίων κειμένων και ένας φιλοσοφίας.
Η προοδευτική αύξηση του αριθμού των μαθητών δημιούργησε την ανάγκη στέγασης των σχολών αυτών, η οποία αντιμετωπιζόταν είτε με την οικοδόμησης νέου και μεγαλύτερου διδακτηρίου, είτε με την αγορά ή ενοικίαση ενός ευρύχωρο οικήματος. Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε όλα σχεδόν τα σχολικά κτίρια της εποχής προβλεπόταν χώρος για βιβλιοθήκη.
Το πρόγραμμα σπουδών διαμορφωνόταν από τους διδάσκοντες, σε συνεργασία με τον σχολάρχη και με βάση τις δυνατότητες των διδασκόντων. Πάντως, στις αρχές του 19ου αιώνα, εμπλουτίζονται με νέα μαθήματα, όπως ξένες γλώσσες και μαθηματικά.
Το όραμα της αναγέννησης της Ελλάδας μέσω της Παιδείας
Τα τελευταία 50 χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821 χαρακτηρίζονται από την «άνθιση» του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Έτσι, κατά τα πρότυπα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, δόθηκε έμφαση στον ορθό λόγο και στη διδασκαλία των επιστημών. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η συμβολή του Αδαμάντιου Κοραή στην ανανέωση της Παιδείας και στη σύνδεσή της με την αναγέννηση της Ελλάδας θα παίξει σημαντικό ρόλο.
«Για τον Κοραή η παιδεία συνδέεται με το όραμα της αναγέννησης της Ελλάδας, που θα επιτευχθεί με τη διάχυση των φώτων σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Βασική προϋπόθεση για την αναγέννηση του έθνους είναι μια σχολική εκπαίδευση, που θα χειραγωγείται από τη "φιλοσοφία". Μια εκπαίδευση απαλλαγμένη από τα αρχαϊκά στοιχεία της, που θα αξιοποιεί δημιουργικά την αρχαία ελληνική παράδοση και συγχρόνως θα είναι ανοικτή στα νεωτερικά ρεύματα της φωτισμένης Δύσης», γράφει ο Κώστας Λάππας στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού».
Οι ιδέες του Κοραή για την εκπαίδευση βρήκαν στηρίγματα σε κύκλους διανοούμενων και εμπόρων, που στήριξαν τις προσπάθειές του. Έτσι, γύρω στο 1800, άρχισαν τη λειτουργία τους σχολεία στις Κυδωνίας, τα Ιωάννινα, τη Σμύρνη και αλλού, με έμφαση στην αρχαία ελληνική φιλολογία, τη φιλοσοφία, υιοθετώντας σύγχρονες για την εποχή διδακτικές μεθόδους. Αξίζει να σημειωθεί, ότι και η Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης ακολούθησε το ανανεωτικό πνεύμα της εποχής.
Τα νεωτερικά σχολεία ιδρύθηκαν κυρίως σε αστικά κέντρα από από κοινότητες και εμπόρους που είχαν τη δυνατότητα να αναλάβουν την οικονομική τους υποστήριξη, χωρίς ωστόσο να λείπει η ενίσχυση από ενοριακές εκκλησίες, ιδιώτες και συντεχνίες αστικών κέντρων και ιδιαίτερα της Κωνσταντινούπολης.
Πλέον, γενικεύθηκε η χρήση εποπτικών μέσων, επιστημονικών οργάνων και έντυπων σχολικών εγχειριδίων (μαθηματικών, φυσική, χημείας, ρητορικής, γεωγραφίας, ιστορίας, γραμματικής, συλλογές αρχαίων ελληνικών κειμένων).
Η διάρκεια των σπουδών εξαρτώταν από τα διδασκόμενα μαθήματα, ενώ για πρώτη φορά θεσμοθετήθηκε η διάρκεια του σχολικού έτους το 1810, στο Λύκειο του Βουκουρεστίου.
Όταν ξέσπασε, η Επανάσταση κατέστησε αδύνατη τη συνέχιση της λειτουργίας των σχολείων, λόγω των συνθηκών. Ωστόσο, κομβικός παραμένει ο ρόλος του εγχειρήματος της διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων και των επιστημών στην ανάπτυξη της ελληνικής εθνικής συνείδησης, που συνέβαλε στην Επανάσταση του 1821.