Η βύθιση του υποβρυχίου «Κατσώνης» και η θυσία του Βασίλη Λάσκου
Εκδηλώσεις Τιμής & Μνήμης πραγματοποιούνται σε ετήσια βάση στην Ελευσίνα, την γενέτειρα του ηρωικού κυβερνήτη του υποβρυχίου «Λάμπρος Κατσώνης», Βασίλη Λάσκο, που έπεσε μαχόμενος στα νερά του Αιγαίου στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής της χώρας μας. Ήταν 14η Σεπτεμβρίου 1943 και μόλις λίγες ημέρες πριν είχε συνθηκολογήσει η Ιταλία και είχε βγει από τον πόλεμο. Ο Β. Λάσκος γεννήθηκε στην Ελευσίνα στις 17 Αυγούστου του 1899 και ήταν το τέταρτο παιδί και ο τρίτος γιος του Επαμεινώνδα και της Μαριγώς το γένος Κανάκη.
Το υποβρύχιο «Λάμπρος Κατσώνης» ήταν ένα από τα 6 υποβρύχια τα οποία παραγγέλθηκαν στην Γαλλία το 1925 κι ήταν 2 τύπων: το Κατσώνης και Παπανικολής τα μικρότερα 300- 460 τόνων και τα Γλαύκος, Πρωτεύς, Νηρεύς και Τρίτων τα μεγαλύτερα 410-550 τόνων. Τα Υ/Β αυτά με την έναρξη του πολέμου ήταν ήδη γερασμένα. O Kατσώνης ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία Gironde της Νάντης και παραλήφθηκε στις 8 Ιουνίου 1928 από τον Αντιπλοίαρχο Κ. Αρβανίτη. Είχε μήκος 62,5μ., πλάτος 5,3μ., βύθισμα 3,6μ. Το εκτόπισμά του ήταν 576/775 τόνοι και η ταχύτητά του 14/9 κ., στην επιφάνεια και εν καταδύσει, αντιστοίχως. Έφερε 6 τορπιλοσωλήνες των 21 ιντσών, 1 πυροβόλο 100 χιλ. και 2 πολυβόλα. Το πλήρωμα: 6 Αξιωματικοί, και 39 Υπαξιωματικοί και Ναύτες. Όταν άρχισε ο πόλεμος, το υποβρύχιο «Κατσώνης» ήταν ηλικίας 17 χρόνων, μεγαλύτερο κατά 7 χρόνια από το ανώτατο όριο ηλικίας για Υ/Β σε ενεργό υπηρεσία που είχε καθορίσει ο Γάλλος κατασκευαστής Schneider-Laubef.
Πριν από αρκετά χρόνια, σε εκδήλωση Τιμής & Μνήμης, ο αείμνηστος πρόεδρος του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδας, Ναύαρχος ε.α. Κωνσταντίνος Παΐζης, είχε αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο Βασίλης υπήρξε ο ζωηρός της οικογένειας, θα μπορούσα να πω πολύ ζωηρός, πάντα ήταν πρώτος στις καζούρες, στις σκανταλιές και τους καυγάδες, του άρεσε να μάχεται και να νικά, ήταν θαρραλέος και τολμηρός, μερικές φορές παράτολμος, ήταν όμως ντόμπρος Αρβανίτης και αναλάμβανε τις ευθύνες του.
Μία οικογενειακή δυστυχία συγκλόνισε το Βασίλη Λάσκο, στις 22 Δεκεμβρίου του 1921 σε ένα ατύχημα που έγινε από έκρηξη βόμβας βάθους στο αντιτορπιλικό Λέων στον Πειραιά, σκοτώνεται ο αδελφός του Αγησίλαος, νέος ανθυποπλοίαρχος, πριν προλάβει καν να σταδιοδρομήσει.
Μετά τις αποτυχημένες εκλογές του 33 οι Βενιζελικοί άρχιζαν να σχεδιάζουν πως θα πάρουν την εξουσία, με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Λάσκος δεν πίστεψε ποτέ στην αναγκαιότητα αυτού του κινήματος και δεν θέλησε να προσχωρήσει παρά τις πιέσεις που του έγιναν. Δέχτηκε μόνο όταν του είπανε ότι φοβόταν. Τα αποτελέσματα του κινήματος της 1-3-1935 είναι γνωστά, ο Βασίλης Λάσκος κατάφερε να καταλάβει την βάση Υ/Β και το Ναύσταθμο και βοήθησε τα πλοία να παραλάβουν τα πυρομαχικά τους και να φύγουν όχι και τόσο ανενόχλητα διότι τους βομβάρδιζε από το Κερατσίνι μια κυβερνητική πυροβολαρχία.
Ο υπόλοιπος στόλος, όταν απέτυχε το κίνημα στην ξηρά αναγκάστηκε να επιστρέψει αφού οι πρωταγωνιστές αποβιβάστηκαν στα Ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και προωθήθηκαν ως εξόριστοι στην Ιταλία. Ο Λάσκος αναγκαστικά τους ακολούθησε, το Ναυτοδικείο τον καταδίκασε δυο φορές σε θάνατο και καθαίρεση. Στην Ιταλία ήταν πιστεύω η πιο οδυνηρή και δύσκολη περίοδος της ζωής του. Στους κινηματίες δόθηκε χάρη τον επόμενο χρόνο και έτσι μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Μετά από μια περίοδο ανεργίας του εμπιστεύθηκαν τη δημιουργία και την οργάνωση ενός εργοστασίου στην Ελευσίνα και τα κατάφερε περίφημα.
Τον Ιούνιο του ’39 είχαν αρχίσει οι διωγμοί των Εβραίων στη Γερμανία, οι κυνηγημένοι αυτοί άνθρωποι έφευγαν με κάθε τρόπο, οι περισσότεροι με κατεύθυνση την Παλαιστίνη που ήταν υπό Αγγλική κατοχή, η οποία όμως δεν τους δεχόταν έπρεπε λοιπόν να αποβιβασθούν κρυφά, αυτό λοιπόν το αναλάμβαναν διάφοροι επιτήδειοι εφοπλιστές έναντι αδράς αμοιβής. Σ’ ένα τέτοιο καράβι το ΣΑΛΟΜΕΑ έβαλαν το Λάσκο για καπετάνιο για μια τέτοια αποστολή με 700 Εβραίους, η αποστολή πέτυχε και ο Λάσκος επέστρεψε γεμάτος χρήματα.
Το 1939 ξεσπάει ο πόλεμος, ο Λάσκος βλέπει να βρίσκεται έξω από το Ναυτικό που αγαπούσε. Βρίσκει δουλειά, σαν καπετάνιος, στο φορτηγό ΙΩΑΝΝΑ. Στην Αλεξάνδρεια φορτώνει για Αγγλία, αλλά στον Ατλαντικό 180 μίλια από το Βίγκο την 1-7-1940 αναχαιτίζεται από ένα Γερμανικό Υ/Β το οποίο μετά από προειδοποίηση για να εγκαταλείψουν το πλοίο, τότε τους προειδοποιούσαν, το ΙΩΑΝΝΑ βυθίζεται με κανονιοβολισμούς. Ο Λάσκος και το πλήρωμά του μετά από τρεις μέρες παραμονής στις βάρκες διασώζονται από Πορτογαλικό αλιευτικό που τους αποβιβάζει στο Βίγκο, από εκεί πήγε στη Λισσαβόνα , απ’ όπου με 500 άλλους ναυτεργάτες, όλοι πλοίων που είχαν βυθιστεί, επιβιβάστηκε στο φορτηγό ΑΤΤΙΚΗ κι έφτασε μετά από περιπέτειες στην Ελλάδα.
Η 28 Οκτωβρίου 1940 βρίσκει το Λάσκο έτοιμο να μπαρκάρει. Αμέσως επιστρατεύεται και τον τοποθετούν αρχηγό ομάδος Μεταγωγικών. Η είσοδος των Γερμανών τον βρίσκει πάλι εκτός Ναυτικού. Μια απόπειρα να φύγει με τα πλοία επιφανείας δεν έγινε δεκτή. Ο Λάσκος ζει με ένα και μόνο όνειρο να φύγει για τη Μέση Ανατολή, να του δοθεί η ευκαιρία να πολεμήσει κι αυτός όπως οι άλλοι συνάδελφοι του. Η πρώτη απόπειρα απέτυχε, οι Τούρκοι τον γύρισαν πίσω στη Χίο όπου κρύφτηκε σε μια κλινική για αρκετό καιρό μασκαρεμένος σε νοσοκόμο. Η δεύτερη απόπειρα πέτυχε κι έφτασε στη Μέση Ανατολή την άνοιξη του 1942.
Επιθυμία του Λάσκου ήταν να γυρίσει πίσω στα Υ/Β είχε όμως δύο μεγάλα μειονεκτήματα: πρώτον ήταν μεγάλος στην ηλικία 43 ετών και αντιπλοίαρχος, δεύτερον η οκτάχρονη απομάκρυνση του από το Ναυτικό του στέρησε πολύτιμη εμπειρίας οποία δεν μπορούσε εύκολα να αντικατασταθεί. Είχε όμως από την άλλη πλευρά δυο σοβαρούς υποστηρικτές, δυο πατριώτες Αρβανίτες το Ναύαρχο Αλέξανδρο Σακελλαρίου και τον πλοίαρχο Παναγιώτη Κώνστα, οι οποίοι του έδωσαν την κυβέρνηση του ΚΑΤΣΩΝΗΣ. Ήταν το Υ/Β με τα μεγαλύτερα τεχνικά προβλήματα και η επισκευή του ΚΑΤΣΩΝΗΣ στο Πόρτ-Σουδάν κράτησε πάνω από 7 μήνες και όταν τελείωσε ήρθε το Υ/Β στο Πόρτ, – Σαΐντ για δεξαμηνισμό. Εκεί ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ δεμένος στο μώλο, άρχισε να βουλιάζει από κάποιο ανθρώπινο λάθος και- σε λίγο εξαφανίστηκε στο βυθό του λιμανιού.. Ο Λάσκος για μια στιγμή λύγισε, γρήγορα όμως συνήλθε και με προσπάθεια έπεισε τους Άγγλους να το ανελκύσουν. Σε μερικούς μήνες το Υ/Β ήταν έτοιμο».
Σε άλλα σημεία της ίδιας ομιλίας είχαν αναφερθεί ότι: «Αναχώρησε για την πρώτη του πολεμική περιπολία στις 24 Μαρτίου 1943. Αποστολή του ήταν περιπολία στο Ν. Αιγαίο και αποβίβαση κομάντος στη Λακωνία, μετά συναντά 3 καΐκια. Κανονικά θα έπρεπε να τα. βυθίσει, αυτές ήταν οι εντολές, ο Λάσκος όμως τους άφησε; δεν μπορούσε να βουλιάξει τα ιστιοφόρα αυτά που μετέφεραν τρόφιμα στη πεινασμένη πρωτεύουσα. Την ίδια μέρα συναντά κι άλλο ένα ιστιοφόρο, ο ένας ναύτης του πληρώματος προθυμοποιήθηκε, να του δώσει πληροφορίες για τις κινήσεις του Γερμανικού περιπολικού στο Γύθειο, και ζήτησε να επιβιβαστεί στο Υ/Β. Ο Λάσκος τον δέχτηκε. Του έδωσαν το παρατσούκλι το λάφυρο. Με τις πληροφορίες του νεαρού αυτού ναυτικού φτάνουν στο λιμάνι του Γυθείου. Ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ προχωρεί παράτολμα και ρίχνει τις τορπίλες του σχεδόν έξω από το λιμάνι το αποτέλεσμα ήταν σύμφωνα με το Βρετανικό ανακοινωθέν, που έλεγε: «συμμαχικόν Υ/Β την 2α Απριλίου έβαλε, τορπίλας εναντίον πλοίου του άξονος εις Γύθειον το οποίον έφερε τορπίλας και βόμβας βυθού. Αι τορπιλαι εξερράγησαν στο κρηπίδωμα και ανατίναξαν δύο πλοιάρια με πυρομαχικά, ή δυναμις της εκρήξεως προκάλεσε την βύθιση του εχθρικού πλοίου και επί του κρηπιδώματος φόνον 20 Ιταλών αξιωματικών και στρατιωτών». Η επόμενη περιπολία του ΚΑΤΣΩΝΗΣ άρχισε την lη Ιουλίου στη περιοχή του Νοτιοανατολικού Αιγαίου. Σ’ αυτήν ο Λάσκος προσπάθησε να βυθίσει με ανάλογο τρόπο Ιταλικό φορτηγό που ήταν αγκυροβολημένο μέσα στο λιμάνι του Καρλόβασι της Σάμου.
Η επιχείρηση ήταν τολμηρή παρά το άτυχο αποτέλεσμα και ο Λάσκος δέχτηκε τα συγχαρητήρια του Υπουργού Ναυτικών. Η τελευταία περιπολία του ΚΑΤΣΩΝΗΣ αρχίζει την 5η Σεπτεμβρίου 1943. Αποστολή ήταν περιπολία στο Β. Αιγαίο και αποβίβασις ομάδος κομάντος.
Τα τεχνικά προβλήματα άρχισαν σχεδόν αμέσως, ο Γέρο ΚΑΤΣΩΝΗΣ είχε πια αρχίσει να δείχνει την «ηλικία» του. Το σπουδαιότερο ήταν η αχρήστευση του ενός κινητήρα και έτσι η περιπολία με το πείσμα του Λάσκου συνεχίστηκε με ένα μόνο κινητήρα Το μόνο χαρούμενο γεγονός ήταν το κρυπτογραφικό σήμα που έλαβαν στις 8 Σεπτεμβρίου που, τους ανήγγελλε την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, στις 11 Σεπτεμβρίου αποβιβάζει τους Έλληνες κομάντος, στην Εύβοια χωρίς πρόβλημα. Στις 12 Σεπτεμβρίου εντοπίζουν δυο καΐκια απ’ αυτούς μαθαίνουν ότι εκείνες τις μέρες θα έφευγε από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά ένα επιταγμένο Γαλλικά επιβατηγό το ΣΙΜΦΡΑ με Γερμανούς στρατιώτες αδειούχους. Την νύχτα 13 προς 14 Σεπτεμβρίου ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ αφού φόρτωσε τις μπαταρίες του καταδύθηκε και άρχισε να περιπολεί ανάμεσα σε Πήλιο και Σκιάθο περιμένοντας το ΣΙΜΦΡΑ. Ενώ σκοτείνιαζε εντοπίζει ακόμα ένα καΐκι, ο Λάσκος αποφασίζει να πάρει και πάλι πληροφορίες κι ενώ μιλούσαν, φάνηκε καπνός από τον βορρά, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία σε όλους ότι ήταν το ΣΙΜΦΡΑ. Μόλις νύχτωσε το Υ/ Β αναδύθηκε, γέμισε το πυροβόλο του και κατευθύνθηκε προς το υποτιθέμενο ΣΙΜΦΡΑ. Σε λίγο παίρνουν από το Γερμανικό πλοίο οπτικά σήματα αναγνώρισης, ο Λάσκος διατάζει ταχεία κατάδυση.
Το πλοίο δεν ήταν το ΣΙΜΦΡΑ αλλά ένα εξοπλισμένο Γερμανικό ανθυποβρυχιακό, πριν προλάβουν να εκτιμήσουν την κατάσταση δέχονται την πρώτη δέσμη βομβών βάθους, τα φώτα σβήνουν ανάβει ο βοηθητικός φωτισμός αμέσως ακολουθεί η δεύτερη και τρίτη δέσμη βομβών. Το Υ/Β υφίσταται σοβαρές βλάβες, η πρυμναία κάθοδος του πυργίσκου υποχωρεί και η θάλασσα άρχισε να μπαίνει με ορμή από τα ανοίγματα, τα μηχανήματα του Υ/Β έπαψαν να- λειτουργούν και το πλοίο άρχισε να βυθίζεται. Τότε ο κυβερνήτης διατάζει ανάδυση και εξοπλισμό , πυροβόλων. Ο Λάσκος θεώρησε ότι ο αγώνας του δεν μπορούσε να τελειώσει έτσι., χωρίς να κάνει ακόμα μία έστω και απελπισμένη προσπάθεια. Η πρώτη βολή ήταν του ΚΑΤΣΩΝΗΣ οι Γερμανοί ξαφνιάζονται αλλά συνέρχονται και αρχίζουν να χρησιμοποιούν κι εκείνοι τα πυροβόλα τους η ομοχειρία του πυροβόλου αφανίστηκε, οι γεμιστές σκοτώθηκαν, ποιος θα γεμίσει; μόλις το βλέπει ο Λάσκος δίνει ένα σάλτο από τη γέφυρα και γεμίζει ο ίδιος, το πυροβόλο ρίχνει και ξαναρίχνει κι εκεί όπως ήταν σωματώδης και χωρίς προφύλαξη τον βρίσκει ένα βλήμα και τον ρίχνει νεκρό πάνω στο αγαπημένο του Υ/Β κοντά στο πυροβόλο του.
Ο Λάσκος πέθανε πολεμώντας όπως ακριβώς το επιθυμούσε, δεν ήταν ο τύπος που θα μπορούσε ποτέ να πεθάνει στο κρεβάτι. Σε λίγο το Υ/Β, ανήμερα του Σταυρού, σημαδιακή μέρα για τον Λάσκο, βυθίζεται μετά από εμβολισμό του Γερμανικού Υ/Β με απώλειες εκτός από τον κυβερνήτη τους: υποπλοίαρχο Μυκώνιο, ανθυποπλοίαρχο Τρουπάκη και τους σημαιοφόρους Λαμπρινούδη και Ξένο. Aπό το πλήρωμα απωλέσθηκαν 27 υπαξιωματικοί και ναύτες μεταξύ των οποίων και το λάφυρο, 17 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων και οι Άγγλοι σύνδεσμοι, ενώ τρεις, ο πλωτάρχης Τσουκαλάς, οι υπαξιωματικοί Τσίγκρος και Αντωνίου μετά από προσπάθεια, κολυμπώντας επί 8 με 9 ώρες, κατόρθωσαν να φτάσουν στην πλησιέστερη ακτή, Τσουκαλάς και Τσίγκρος στη Σκιάθο και ο Αντωνίου στο Πήλιο. Αυτό ήταν το τέλος του ΚΑΤΣΩΝΗΣ».
Συγκεκριμένα, ο «Κατσώνης» βυθίστηκε στις 20.58 της 14ης Σεπτεμβρίου 1943 σε στίγμα 39ο 16΄ Β και 23ο 27΄ Α και βάθος 350 οργιών (630 μ.). ενώ οι τρεις διασωθέντες, μετά από περιπέτειες, γύρισαν στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσουν τον αγώνα.
Όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες όσων αιχμαλωτίστηκαν και ανακρίθηκαν από τους Γερμανούς, οι τελευταίοι ξαφνιάστηκαν από το ελληνικό θάρρος, γιατί δεν περίμεναν ποτέ πως το αντίπαλο Υποβρύχιο θα αναδυόταν αλλά και ότι θα έδινε πραγματική ναυμαχία.
Σήμερα στην πόλη της Ελευσίνας το άγαλμα του Βασίλη Λάσκου, αλλά και μουσειακού τύπου εκθέματα από το Πολεμικό Ναυτικό, σε κοντινή απόσταση, θυμίζουν τη σημαντική διαδρομή του και το ηρωικό του τέλος. Στα «Λάσκεια 2021» ο Δήμος Ελευσίνας προχώρησε την ονοματοδοσία της Πλατείας που φιλοξενεί το Μνημείο του ηρωικού Κυβερνήτη Βασίλη Λάσκου, με το όνομά του.
Πηγές φωτο: ιστορικές: Δήμος Ελευσίνας - σύγχρονες: Ν. Μπράτσος/ertnews