9 Μαΐου 1936 – Η ματωμένη απεργιακή εξέγερση στη Θεσσαλονίκη
Με δραματικό τρόπο στις 9 Μαΐου 1936 εξελίχθηκαν οι απεργιακές εκδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη, στις οποίες αρκετοί εργάτες έχασαν τη ζωή τους χτυπημένοι από τη χωροφυλακή. Ήταν ίσως το κορυφαίο γεγονός που σηματοδότησε την αλλαγή της περιόδου, αφού η ήττα του εργατικού κινήματος εκείνης της εποχής, διευκόλυνε τον ερχομό της δικτατορίας του Μεταξά. Λίγα χρόνια μετά μία άλλη 9η Μαΐου, αυτή του 1945, σηματοδοτούσε το επίσημο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κλείνοντας μία αιματηρή ιστορική περίοδο και ανοίγοντας μία άλλη.
Εκείνα τα χρόνια, όλοι οι κλάδοι διεκδικούσαν σημαντικά αιτήματα για τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να επιβιώσει με αξιοπρέπεια και η αρχικά καπνεργατική απεργία στη Θεσσαλονίκη, μετά τα χτυπήματα της χωροφυλακής και φασιστικών συμμοριών, είχε εξαγριωθεί και γενίκευσε την απεργία με συμμετοχή τουλάχιστον 25.000 απεργών στις απεργιακές διαδηλώσεις.
Στο πολιτικό πεδίο, η επιτυχία το Γενάρη του 1936 του Παλλαϊκού Μετώπου (ΚΚΕ και Αγροτικό Κόμμα, με 73.411 ψήφους και 15 βουλευτές) το ανέδειξε σε ρυθμιστικό παράγοντα για την εξασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και προέκυψε το σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα. Στο πρόγραμμά του περιλάμβανε την ακύρωση της αφαίρεσης δικαιωμάτων όσων είχαν καταδικαστεί για παράβαση του «ιδιώνυμου», θα καταργούσε τις επιτροπές ασφάλειας, θα έδινε αμνηστία στον Ν. Ζαχαριάδη, στον Β. Βερβέρη και στον Β. Νεφελούδη, αλλά και σε όλους τους πολιτικούς κατάδικους, τους φυλακισμένους και τους εξόριστους.
Επίσης θα διέλυε όλες τις φασιστικές οργανώσεις , θα καθιέρωνε σαν μόνιμο εκλογικό σύστημα την αναλογική, θα ελάττωνε, μέσα σε δυο μήνες, την τιμή του ψωμιού, θα απαγόρευε την προσωποκράτηση για οφειλές προς το Δημόσιο μέχρι τρεις χιλιάδες δραχμές, θα καθιέρωνε πεντάχρονο χρεοστάσιο χωρίς όρους για τα χρέη των αγροτών στις τράπεζες και στους ιδιώτες και θα προχωρούσε στην άμεση εφαρμογή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Δράστης και πρωταγωνιστής της καταστολής ο τότε πρωθυπουργός και λίγους μήνες αργότερα και δικτάτορας, Ιωάννης Μεταξάς. Είχε δώσει διαταγή ένα σύνταγμα στρατού από τη Λάρισα να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη και μοίρα του στόλου να καταπλεύσει στο λιμάνι της πόλης προς αντιμετώπιση των εργατών που βρίσκονταν σε απεργία.
Χαρακτηριστικό ήταν το «διάγγελμα» του Μεταξά που έλεγε: «Κατέστη φανερόν ότι οι σκοποί οι επιδιωκόμενοι από τους διευθύνοντας την απεργιακήν κίνησιν είναι πολιτικοί, ανατρεπτικοί. Αν ήσαν οικονομικοί θα εδέχοντο οι ιθύνοντες τας δύο εργατικάς ομοσπονδίας την λύσιν, την οποίαν η κυβέρνησις επέβαλε εις τους καπνεμπόρους, και η οποία όχι μόνον καθορίζει κατώτατον ημερομίσθιον 90 δραχμών, αλλά προβλέπει και περί μέσου ημερομισθίου 100 περίπου δραχμών… Η κυβέρνησις δε θα εμποδίση βεβαίως το δικαίωμα της απεργίας από εκείνους οι οποίοι το έχουν, αλλά δε θα επιτρέψη διατάρραξιν της τάξεως. Όσοι το επιχειρήσουν, θα συναντήσουν το κράτος του νόμου».
Αποτέλεσμα της κτηνώδους βίας που εξαπέλυσε η χωροφυλακή ήταν η δολοφονία του αυτοκηνιτιστή Τάσου Τούση, της εργάτριας Αναστασίας Καρανικόλα, αλλά και των Β. Σταύρου, Ιντο Σενόρ, Γ. Πανόπουλου, Αγλαμίδη, Σαλβατόρ Ματαράσο, Δημ. Λαϊλάνη, Σ. Διαμαντόπουλου, Γιάννη Πιτάρη, Ευθύμη Μάνου, Μανώλη Ζαχαρίου.
Αναδημοσιεύουμε από το εξαντλημένο βιβλίο «Εργατικές Ιστορίες – Συνεντεύξεις με πρωταγωνιστές του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα από το 1920 έως το 1967″ (εκδόσεις BUX, 1998, συγγραφέας Νάσος Μπράτσος, ISBN: 960-7939-00-X), συνεντεύξεις εργατών – συνδικαλιστών που συμμετείχαν στα γεγονότα του Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη.
Γιάννης Πασαλίδης (γραμματέας του συνδικάτου μετάλλου Θεσσαλονίκης το 1936 και μέλος της απεργιακής επιτροπής):
«Ήταν ένας ξεσηκωμός, μία λαμπρή σελίδα στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος. Μία πανεργατική παλλαϊκή απεργία της εργατομάνας Θεσσαλονίκης, με τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις που οδήγησε στη συναδέλφωση λαού και στρατού και στη σφαγή απεργών εργατών από τις δυνάμεις καταστολής.
Είχα πάρει μέρος από τις πρώτες μέρες στη μεγαλειώδη απεργία, η οποία ξεκίνησε τον Απρίλη από τους καπνεργάτες και στη συνέχεια εξελίχθηκε με τη συμμετοχή όλων των κλάδων των εργαζομένων, στη γενική απεργία της Πρωτομαγιάς που πάντα κατέληγε σε συμπλοκές με την αστυνομία. Υπήρχαν όλα τα σωματεία της Θεσσαλονίκης, τροχιοδρομικοί, καπνεργάτες, μυλεργάτες, οικοδόμοι, ναυτεργάτες, κλπ όλα τα σωματεία ήταν οργανωμένα τότε και κάθε σωματείο έβαζε τον εκπρόσωπό του μέλος της απεργιακής επιτροπής.
Το πρώτο βήμα θυμάμαι έγινε το πρωί της 9ης Μάη 1936 στη στάση Κολόμβου. Χτυπήθηκε από πυροβολισμούς που έριξαν από το ξενοδοχείο «Ήλιον», η Αναστασία Καρανικόλα, πέφτοντας νεκρή στη μέση του δρόμου. Ήταν καπνεργάτρια και πήγαινε με πορεία στην κεντρική συγκέντρωση. Τότε ένας νεαρός καπνεργάτης από την Καλαμαριά, 23 χρονών, έτρεξε και την αγκάλιασε, τη σήκωσε στα χέρια του στο αίμα βαμμένη και προχώρησε ακολουθώντας την πορεία προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Σε πέντε μέτρα τους πυροβόλησαν πάλι από το ίδιο ξενοδοχείο και έπεσαν από τα βόλια των φασιστών και οι δύο αγκαλιασμένοι στην άσφαλτο, που βάφτηκε κόκκινη από το αίμα τους.
Οι εργαζόμενοι χωρίς να φοβηθούν, με τον ηρωισμό τους, ακολούθησαν την πορεία προς το κέντρο της πόλης.
Δύο ήταν οι πορείες που θα γινόταν. Η μία του ανατολικού τομέα από την Αγία Σοφία και η άλλη από το δυτικό τομέα. Μαθεύτηκε ότι σκοτώσανε ακόμα έναν, το σοφέρ Τάσο Τούση, τον οποίο βάλαμε πάνω σε μία πόρτα και γινόταν η πορεία.
Βαδίζοντας από την Εγνατία, είδαμε τεθωρακισμένα αυτοκίνητα της χωροφυλακής και στη μέση ήταν ένα τμήμα χωροφυλακής, με τα όπλα στραμμένα προς τα μας. Οι απεργοί βλέποντας αυτό το θέαμα, για μία στιγμή δειλιάσαμε, αλλά συνήλθε το επικεφαλής τμήμα και βαδίσαμε όλοι μαζί προς τη Βενιζέλου. Άρχισαν να μας ρίχνουν με τα όπλα οι χωροφύλακες και οπισθοχώρησε ο κόσμος για να σωθεί, άλλοι μπήκαν σε κτήρια, άλλοι σε στενά της Βενιζέλου, κλπ
Τότε ανέβηκα σε ένα περίπτερο βοηθούμενος από ένα τμήμα των τροχιοδρομικών και φώναξα προς τους εργάτες: «είμαστε νικητές, προχωρείτε προς τα εμπρός». Μαζεύτηκε ο κόσμος από τις παρόδους και σχηματίστηκε ένας τεράστιος όγκος. Τότε παρουσιάζεται ένας φοιτητής, ο Νίκος Ακριτίδης, που ήτανε γραμματέας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αυτός έκανε την παρότρυνση στον κόσμο να προχωρήσουμε.
Τότε ο κόσμος έσπασε τον κλοιό των χωροφυλάκων και τα τεθωρακισμένα αυτοκίνητα πετάχτηκαν σα σπιρτόξυλα. Όμως οι χωροφύλακες είχαν οπλοπολυβόλα και άρχισαν να ρίχνουν βροχή σφαίρες στο λαό και είχαμε απώλειες.
Στην απέναντι πλευρά στην Αγία Σοφία, υπήρχε κόσμος που περίμενε να ενωθεί μαζί μας. Προχωρήσαμε και ενωθήκαμε με τους συγκεντρωμένους στην Αγία Σοφία, πηγαίνοντας προς το Γ΄ Σώμα Στρατού. Πριν από αυτά, είχε δοθεί εντολή από το διοικητή του στρατού να βοηθήσει ο στρατός τη χωροφυλακή, όμως έγινε το αντίθετο.
Κατορθώσαμε με τη βοήθεια των στρατιωτών, που τους φωνάζαμε «αδέλφια» και είχαμε συναδελφωθεί να περάσουμε. Να πούμε ότι μεγάλο μέρος των φαντάρων ήταν από την ευρύτερη περιοχή, με αποτέλεσμα να έχουν φίλους και συγγενείς ανάμεσα στους απεργούς (εγώ είχα αδελφό φαντάρο και τον έβλεπα) γι αυτό έγινε η συμφιλίωση λαού – στρατού. Για την καταστολή της εξέγερσης χρησιμοποιήθηκε στρατός που μεταφέρθηκε από τη Λάρισα, για να μην υπάρχει δέσιμο με τον τοπικό πληθυσμό.
Βαδίζοντας, φτάσαμε στην παλιά έκθεση, όπου μείναμε εκεί και βγάλαμε την πρώτη επιτροπή, για να πάει το υπόμνημα των εργαζομένων στο σωματάρχη. Ξαναπάμε με δεύτερη επιτροπή, γιατί δεν είχαμε αποτέλεσμα, στέλνουμε και Τρίτη που είχε εκλεγεί επί τόπου, στην οποία συμμετείχα και εγώ. Τα αιτήματά μας ήταν, η τιμωρία των δολοφόνων, η ταφή των νεκρών επίσημα, να γίνει μεγαλειώδης συγκέντρωση στην πλατεία Ελευθερίας, να αποζημιωθούν οι οικογένειες των θυμάτων. Τα δέχτηκε ο στρατηγός ορκιζόμενος στη στρατιωτική του τιμή και αποχωρήσαμε, ενώ η ώρα ήταν 11.30 το βράδυ.
Το πρωί ξεκινήσαμε για την ταφή, κοιτάμε δεξιά – αριστερά και δεν βλέπουμε κόσμο στους δρόμους. Υπήρχε μπλοκάρισμα στους δρόμους για να μην αφήσουν τον κόσμο να συμμετάσχει. Παρ΄ όλα αυτά, ο κόσμος τελικά συμμετείχε. Όσοι καταφέραμε να περάσουμε, κάναμε την ταφή και πήγαμε στην πλατεία Ελευθερίας για να κάνουμε τη συγκέντρωση.
Αντί να ικανοποιήσουν τα αιτήματά μας, απάντησαν με τρομοκρατία. Στη Βουλή δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στο Μεταξά και τον κάνουν πρωθυπουργό και σε λίγες μέρες γίνεται η δικτατορία του Μεταξά, που αρχίζει διώξεις και εξορίες. Εμένα με έκλεισαν στα 19 μου χρόνια στο Επταπύργιο, εξορίστηκα στην Ίο, όλα αυτά γιατί συμμετείχα στις απεργίες.
Πρέπει να τονισθεί πως ό,τι έχουμε κερδίσει σήμερα, οφείλεται στις θυσίες και στους νεκρούς της εργατικής τάξης. Πρέπει να είναι ο μπούσουλας για τους αγώνες της εργατικής τάξης».
Γιάννης Ταμτάκος (συνδικαλιστής τσαγκάρης στη Θεσσαλονίκη από το 1920 έως το 1940) – απόσπασμα από τη συνέντευξή του:
«Στη Θεσσαλονίκη υπήρχε μία φασιστική οργάνωση η 3Ε, με την οποία είχαμε συνέχεια προβλήματα. Ακόμα και όταν πηγαίναμε φαντάροι μας δημιουργούσαν προβλήματα. Πήγαιναν στα αποχωρητήρια του στρατώνα, ζωγράφιζαν σφυροδρέπανα με τα περιττώματα και περίμεναν πότε θα πάμε εμείς, ώστε όταν βγούμε να μας χρεώσουν αυτές τις πράξεις, ήταν δηλαδή παρακρατικοί προβοκάτορες. Όταν ανέβηκε ο Χίτλερ στην εξουσία, έκαναν μία παρέλαση με κράνη και φυσικά ντύθηκαν με γερμανικές στολές στην Κατοχή. Πριν την κατοχή, τους είχαν δώσει όπλα και ήταν απεργοσπαστική ομάδα. Η γενική εξέγερση του 1936 βρήκε δύο συνδικαλιστικές οργανώσεις, την ενωτική ΓΣΕΕ – το ΚΚΕ ο βασικός της κορμός – και τη δεξιά του Καλομοίρη. Κάτω από τις πιέσεις της βάσης, ενώθηκαν τα καπνεργατικά τμήματα των δύο ομοσπονδιών. Τα γεγονότα ξεκίνησαν από το εργοστάσιο Κομέρσιαλ, στο οποίο κλείστηκαν μέσα οι εργάτες, όταν δε δέχτηκε τα αιτήματά τους ο εργοδότης. Κρέμασαν κόκκινες και μαύρες σημαίες από τα παράθυρα και ζήτησαν συμπαράσταση και από τους άλλους κλάδους. Έτσι σιγά – σιγά εξελίχθηκε σε πανθεσσαλονική απεργία.
Εμείς κάναμε κινητοποιήσεις συμπαράστασης και σε μία από αυτές στη διασταύρωση Βενιζέλου και Εγνατίας, οι χωροφύλακες όταν μας είδαν συγκεντρωμένους, πυροβόλησαν και σκότωσαν 4 – 5 εργάτες. Συνολικά ο αριθμός των σκοτωμένων ανέβηκε αργότερα σε 12 και σε 300 τραυματίες. Eκείνες τις μέρες είχαμε κλείσει τους χωροφυλάκους στα τμήματα και μάλιστα σκεφτόμαστε να τους βάλουμε φωτιά, γιατί αυτοί ήταν η πηγή του κακού.
Όταν έγιναν οι σκοτωμοί χτυπούσαν οι καμπάνες και όλος ο κόσμος μαζεύτηκε στο κέντρο. Ήμασταν σε μία περίοδο που υπήρχε και η ισπανική επανάσταση και πολλοί εργάτες σήκωναν τα χέρια και φώναζαν «επανάσταση».
Γιάννης Χατζηδήμου (τσαγκάρης, συνδικαλιστικό στέλεχος του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης και της Εργατικής Βοήθειας) – απόσπασμα από τη συνέντευξή του:
«Τα γεγονότα του 1936 συνετάραξαν την Ελλάδα, γιατί μέχρι στρατό έφεραν, μία μεραρχία από τη Λάρισα, γιατί η αστυνομία ήταν κλεισμένη στα αστυνομικά τμήματα. Όμως ο στρατός πήγε με το μέρος των απεργών. Ο ταγματάρχης Μαρινάκης αιχμαλωτίστηκε από τη διαδήλωση που τον στεφάνωσε και στις νεκρώσιμες ομιλίες των θυμάτων, είπε ότι και εγώ παιδί του λαού είμαι και δεν θα έπρεπε να συμβούν αυτά τα γεγονότα. Μετά ήρθε η δικτατορία του Μεταξά, που σε μία νύχτα συνέλαβε 30.000 κόσμο και εν συνεχεία έφτασαν τις 50.000.
Τα 3 Ε (φασιστική οργάνωση – Εθνική Ένωσις Ελλάς) στα γεγονότα του 36 ήταν ενεργά μαζί με την αστυνομία και αμέσως μετά μαζί με τη δικτατορία του Μεταξά. Ο Μεταξάς έβαλε δικούς του ανθρώπους στα συνδικάτα σφραγίδες.
Εμείς υποστήκαμε τις διώξεις και εγώ προσωπικά, καταδικάστηκα σε πέντε χρόνια φυλακή και δύο χρόνια εξορία στην Ανάφη».
Ο Γιάννης Ρίτσος με αφορμή το θρήνο της μάνας του Τάσου Τούση, έγραψε το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες», με τους ακόλουθους στίχους.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ναι δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας
Πηγή: ertnews.gr