Από τις 23 Σεπτεμβρίου 2023 κοσμεί τους δρόμους της Αθήνας, επί της οδού Πανεπιστημίου 42-44, το μνημείο για τους τρεις πεσόντες επαγγελματίες Γεώργιο Γεράλδη, Μιχαήλ Κόντο και Κόδρο Μπενούκα, που σκοτώθηκαν την περίοδο του Μεσοπολέμου, στην πρώτη μεγάλη απεργία της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) στις 10 Μαρτίου 1927. Το μνημείο υλοποιήθηκε με κοινή χορηγία της ΓΣΕΒΕΕ και του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου της Αθήνας, στο Δήμο Αθηναίων. Το μνημείο, φιλοτεχνήθηκε από την γλύπτρια, Αγγέλικα Κοροβέση.
Η απεργία αυτή, που αποτελεί σταθμό στην ιστορία της ΓΣΕΒΕΕ, είχε γίνει σε συνθήκες συνεχούς επιδείνωσης του κλάδου και της αποτυχίας εξεύρεσης λύσεων στο διάλογο που έκαναν με την κυβέρνηση. Η απεργία πραγματοποιήθηκε κάτω από απειλές της κυβέρνησης και κινητοποίηση στρατού και αστυνομίας και οι λόγοι εκδήλωσής της ήταν η αύξηση του ενοικιοστασίου, τα νέα φορολογικά μέτρα, ο πληθωρισμός και η οικονομική δυσπραγία με υποτίμηση της δραχμής, καθώς και η στοχοποίηση των επαγγελματοβιοτεχνών για αισχροκέρδεια.
Συγκεκριμένα η ΓΣΕΒΕΕ αναφέρει: «Ήδη από το 1924, ένα πολύ σκληρό νομοσχέδιο για την πάταξη της αισχροκέρδειας στοχοποιούσε τον επαγγελματοβιοτεχνικό κόσμο, προβλέποντας εξωφρενικές ποινές, όπως για παράδειγμα εξάμηνη εξορία. Το δικτατορικό καθεστώς Παγκάλου ήρθε να επιδεινώσει την κατάσταση για την τάξη των επαγγελματοβιοτεχνών, εφαρμόζοντας μια σειρά μέτρων, όπως η μεταρρύθμιση του ενοικιοστασίου, η διατήρηση των διατιμήσεων, η αντικατάσταση της φορολόγησης καθαράς προσόδου με πάγιο φόρο επιτηδεύματος, η υποτίμηση της δραχμής, η αύξηση των εισαγωγικών δασμών, καθώς και η σύναψη σύμβασης με τη βρετανική εταιρεία «Power», παραδίδοντας προνομιακά την ηλεκτροδότηση της Αθήνας στα χέρια ιδιωτών, πράγμα που είχε συμβεί το 1924 και με την ύδρευση, την οποία είχε αναλάβει η αμερικανική «Ulen». Την περίοδο που ακολούθησε, μια εποχή που η χώρα έψαχνε, επιπλέον, να βρει λύσεις για την αποκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία και οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, η οικουμενική κυβέρνηση Ζαΐμη ανακοίνωσε την αύξηση του ενοικιοστασίου, νέα φορολογικά μέτρα και έναν νόμο περί αισχροκέρδειας, πλήττοντας περαιτέρω τους επαγγελματοβιοτέχνες.
Έτσι, οργανώθηκε το Α΄ Πανεπαγγελματικό Συνέδριο της ΓΣΕΒΕΕ και η απεργία, για την οποία κινητοποιήθηκαν 2.000 συνδικαλιστικά στελέχη. Βασικά αιτήματα της απεργίας -πολλά από τα οποία συνεχίζουν να αποτελούν πάγια αιτήματα της ΓΣΕΒΕΕ έως και σήμερα ήταν η διατήρηση του υπάρχοντος ενοικιοστασίου για τουλάχιστον μία τριετία ακόμη, η μείωση της φορολογικής κλίμακας, η κατάργηση των αισχροδικείων και η αναθεώρηση των συμβάσεων με τις εταιρίες».
Ας σταχυολογήσουμε όμως από τον Τύπο της εποχής, μερικές αναφορές.
Η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ στις 10/3/1927 είναι επικριτική προς την απεργία και γράφει: «Αφού επεκράτησε χθες την νύκτα η αδιαλλαξία των διευθυντών της Συνομοσπονδίας των επαγγελματιών, παρ’ όλας τας προσπαθείας των μετριοπαθεστέρων προς αποφυγήν της, εκηρύχθη η απεργία των επαγγελματιών. Ούτως από της πρωίας σήμερον η πόλις παρουσίαζε περίεργον θέαμα με τα καταστήματα κλειστά και τους ιδιοκτήτας και τους υπαλλήλους των περιφερομένους έξωθεν αυτών εν αναμονή νεωτέρων αποφάσεων. Από τα ξημερώματα διμελείς ή τριμελείς επιτροπαί, διορισθείσαι από την Συνομοσπονδίαν, περιήρχοντο τας οδούς. Οι αποτελούντες τας επιτροπάς αυτάς είχον εκλεγή μεταξύ των πλέον θερμοαίμων και μεταχειρίζοντο παντός είδους απειλάς δια να παρεμποδίσουν τους νομιμόφρονας επαγγελματίας όπως ανοίξουν τα καταστήματά των».
Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας γίνεται αναφορά στην ενεργοποίηση των δικαστικών και αστυνομικών αρχών που επίταξαν καταστήματα, εμπορικά και εστίασης και ανάρτησαν ταμπέλες ότι αυτά από το απόγευμα θα τεθούν σε λειτουργία. Η αστυνομία ζήτησε από το στρατό μάγειρες για να τους τοποθετήσει στα επιταγμένα εστιατόρια. Ορισμένοι γιατροί στον Πειραιά ανακοίνωσαν ότι δεν θα προσφέρουν ιατρική συνδρομή στους απεργούς, αν αυτό τους ζητηθεί. Ο υπουργός Εσωτερικών Τσαλδάρης δήλωσε ότι ελπίζει ότι η απεργία θα εκφυλιστεί. Ο υπουργός Συγκοινωνιών Μεταξάς εξέφρασε «την βεβαιότητα ότι η απεργία αποτυγχάνει, εφ όσον στον Πειραιά καις εις τας επαρχίας δεν έγινε δυνατόν να εκδηλωθή καν αύτη σοβαρώς».
Επίσης η κυβέρνηση απαγόρευσε την απεργιακή συγκέντρωση και έστειλε στρατό και αστυνομία να πιάσει επίκαιρα σημεία στο κέντρο της Αθήνας, μαζί με υδραντλίες. Η ΓΣΕΕ τάχθηκε στο πλευρό των απεργών επαγγελματιών. Η συγκέντρωση και τα αιματηρά γεγονότα έγιναν αργά το μεσημέρι προς το απόγευμα. Η ιατροδικαστική έκθεση έδειξε ότι τα θύματα πυροβολήθηκαν από όπλο τύπου Μάνλιχερ.
Και η επιστράτευση των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού στα καταστήματα εστίασης οδηγεί και στα ευτράπελα, όπως αναφέρει η ΒΡΑΔΥΝΗ στις 11/3/1927 με τον πελάτη να φωνάζει «γκαρσόν» και η απάντηση να είναι «διατάξτε». Επίσης απαγορεύονταν το φιλοδώρημα, το μενού ήταν λιτό και χωρίς πολλές επιλογές «σπαρτιατική λιτότης» γράφει η εφημερίδα.
Αντιγράφουμε: «Από τα περίεργα της χθεσινής ημέρας όπου τα εστιατόρια γίνονται στρατώνες – Αστυφύλακες της αστυνομίας των πόλεων γκαρσόνια – Αστυνόμοι Μαίτρ ντ’ Οτέλ». Ορισμένα κανονικά γκαρσόνια μπαίνουν ως πελάτες και αρχίζει η πλάκα στους ένστολους, χτυπούν παλαμάκια και αυτοί έρχονται χαιρετούν στρατιωτικά ακούγοντας την παραγγελία. Δεν σερβίρεται αλκοόλ στα επιταγμένα εστιατόρια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διανομή προκηρύξεων στις πιάτσες των οικοδόμων από σωματεία εργαζομένων (και όχι των απεργούντων επαγγελματοβιοτεχνών, η αναφορά γίνεται για να αντιληφθούμε το κλίμα στα εργασιακά της περιόδου) όπου θίγεται η ανάγκη προστασίας του οκταώρου, το δικαίωμα αποζημίωσης λόγω απόλυσης, είτε είναι με προειδοποίηση, είτε όχι και η προστασία των ανέργων, ώστε να μην λειτουργούν από την εργοδοσία σαν μοχλός πίεσης στο ύψος των μεροκαμάτων των εργαζομένων.
Στα σοβαρά ζητήματα της καταστολής, η εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ ασκεί κριτική στην κυβέρνηση πρώτον ότι μπορούσε να τα αποφύγει και δεύτερον ότι η επίκληση του «κομμουνιστικού κινδύνου» είναι υπερβολή και αναφέρει: «Η κυβέρνησις όμως επιρρίπτουσα με τόσην επιπολαιότητα εις τους κομμουνιστάς τα χθεσινά γεγονότα, βοβάται εστερημένη θάρρους δια να πατάξη τους πραγματικούς και κυρίως υπεύθυνους των αιματηρών σκηνών. Η δε απόπειρα αύτη της συγκαλύψεως των ευθυνών με την αόριστον δικαιολογία του “κομμουνισμού”, αποδεικνύει αδυναμίαν όπως επιβληθή το κράτος του νόμου εις τους συνηθήσαντας να θεωρούν ως νόμους τας ιδίας των θελήσεις».
Για τα θύματα η ΒΡΑΔΥΝΗ στις 11-3-1927 αναφέρει ότι: «Σήμερον εκτός του Μπενούκα, αναγνωρίσθησαν και τα πτώματα των δύο άλλων φονευθέντων. Ούτοι είναι ο 22ετής Μιχ. Κοντός εργάτης υποδηματοποιείου κατοικών παρά τον Προφήτην Δανιήλ και ο 30ετής Γεώργιος Γεράλδης εκ Φολεγάνδρου κατοικών επί της οδού Αμαζονείου 13 εργολάβος υποδηματοποιείας του καταστήματος Λαμπρόπουλου. Ούτως εκράτει την σημαίαν της Συνομοσπονδίας.
Το πτώμα του αναγνωρίσθη υπό των αδελφών του. Ο Κοντός κατά πληροφορίας της αστυνομίας, ήτο κομμουνιστής».
Επίσης αναφέρει ότι: «Ο φονευθείς σημαιοφόρος Γεώργιος Γεράλδης αφήκε σύζυγον εις ενδιαφέρουσαν κατάστασιν και ένα βρέφος 10 μηνών. Ο Γεράλδης ήτο υποδηματοποιός το δε κατάστημά του ευρίσκεται εις την πλατείαν Ψυρρή. Κατά παρασχεθέντας πληροφορίας υπό των οικείων του προς συντάκτη μας, ο Γ. Γεράλδης ήτο φιλήσυχος οικογενειάρχης, παρευρέθη δε εις την συγκέντρωσιν κατόπιν συστάσεως των γειτόνων του. Κατά την στιγμήν της συγκρούσεως βλέπων τον σημαιοφόρον να υποχωρεί, ήρπασεν αυτός την σημαίαν οπότε και εδέχθη τας σφαίρας του υπολοχαγού Χριστοδούλου».
Η ΕΣΤΙΑ στις 11/3/1927 αναφέρει ότι ξεκινούν οι ανακρίσεις για το ποιος έριξε τον πρώτο πυροβολισμό και τα πρώτα στοιχεία αναφέρουν τον λοχαγό Χριστοδούλου που τέθηκε σε διοικητή προφυλάκιση. Την ίδια μέρα γίνονται και οι κηδείες των θυμάτων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επιστολή αυτόπτη μάρτυρα που δημοσιεύτηκε στη ΒΡΑΔΥΝΗ στις 11/3/1927.
«Κύριε Διευθυντά
Αναφορικώς με την δράσιν του υπολοχαγού Χριστοδούλου κατά τας χθεσινάς αιματηράς σκηνάς, ως αυτόπτης μάρτυς έχω να σας ανακοινώσω υπευθύνως τα εξής, τα οποία δύνασθε αν έχετε την καλλωσύνην να τα δημοσιεύσετε:
Καθ’ ήν ώραν μας κατάβρεχε η δευτέρα αντλία, εισήλθον και εγώ μετά του πλήθους εις την στοάν Αρακείου εκ της προς την οδόν Αρσάκη εισόδου της, κρατών μάλιστα από το χέρι ένα φίλο μου, με τον οποίον ευρέθημεν μέσα εις το πλήθος. Κατά την είσοδόν μας εις την στοάν, ο φίλος μου εγλύστρησε και έπεσε. Έσπευσα να τον βοηθήσω να σηκωθή, οπότε βλέπω εισερχομένους εις την Στοάν τους στρατιώτας του αποσπάσματος με επικεφαλής ένα υπολοχαγόν. Συγχρόνως μόλις δηλαδή τους είδα, ήκουα τον υπολοχαγόν να λέγη επιτακτικώς προς τους στρατιώτας: “Τι καθόσαστε μωρέ, ρίχτε. Στο κρέας”.
Εγώ εν τω μεταξύ με το φίλο μου έτρεξα και απεμακρύθημεν οπωσδήποτε. Ήκουσα όμως ευκρινώς, ευκρινέστατα όπισθέν μου το κρακ – κρακ του κινητού ουραίου του όπλου και μετά πάροδον όχι λεπτού, αλλά δευτερολέπτων τινών, ήκουσα μίαν ομοβροντίαν πυροβολισμών. Ταύτη διαδέχθη και άλλη και άλλη και ούτω πως επήλθε το τραγικόν αποτέλεσμα. Μετά την παύσιν των πυροβολισμών εξήλθον από την Στοά Ορφανίδου, όπου εν τω μεταξύ είχα καταφύγη και εισήλθον εις την Στοάν Αρσακείου. Εκεί είδον τον υπολοχαγόν, ο οποίος είχε διατάξει πυρ, να έχει συντεταγμένους τους άνδρας του αποσπάσματος και να προχωρή επικεφαλής αυτών εξερχόμενος της Στοάς Αρσακείου προς την οδόν Σταδίου. Εισήλθεν εις την Στοάν Ορφανίδου και εκείθεν εις την οδόν Σοφοκλέους. Παρηκολούθησα και εγώ το απόσπασμα ότε εις πολίτης (κατόπιν εγνώσθη ότι ήτο δημοσιογράφος) επλησίασε τον υπολοχαγόν και τον ηρώτησε κάτι. Ο υπολοχαγός του απήντησε και ο πολίτης ελθών προς ημάς μας είπεν ότι ήτο ο υπολοχαγός Χριστοδούλου του μικρού Επιτελείου.
Το ότι ο σημαιοφόρος επυροβόλησεν ή άλλος τις εκ του πλήθους, είναι ψευδέστατον, καθόσον δεν απείχον ούτε δύο μέτρα από το απόσπασμα και διεπίστωσα ιδίοις όμασιν ότι οι πρώτοι πυροβολήσαντες ήσαν οι στρατιώται του αποσπάσματος κατόπιν διαταγής του εν λόγω υπολοχαγού. Ταύτα επιφυλάσσομαι να καταθέσω και ενόρκως αν ήθελε δικασθή ο κύριος δράστης των χθεσινών σκηνών, υπολοχαγός Χριστοδούλου.
Μετά τιμής
Παναγ. Π. Παναγιώτου
Φοιτητής Ιατρικής
Αθήναι 11-3-1927».
Όπως αναφέρει η ΓΣΕΒΕΕ την ιστορία της: «Το ματωμένο λάβαρο της συγκέντρωσης φυλασσόταν από τις επαγγελματικές οργανώσεις της Αθήνας ως κειμήλιο.
Το ίδιο βράδυ ανακοινώθηκε η λύση της απεργίας.
Με εισαγγελικό ένταλμα, προφυλακίστηκαν ο τότε Πρόεδρος Κωνσταντίνος Κυπαρισσιώτης και τέσσερις κορυφαίοι συνδικαλιστές, στους οποίους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για στάση εναντίον της Αρχής και απόπειρα ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος.
Αντίθετα, για τους πραγματικούς υπαίτιους της αιματοχυσίας δεν υπήρξε καμία ουσιαστική κύρωση. Στη δίκη που έγινε στο Κακουργοδικείο Πειραιά αθωώθηκαν όλοι οι κατηγορούμενοι. Η απεργία, αν και δεν επέφερε άμεση επίλυση των ζητημάτων, αποτέλεσε απόδειξη της αποφασιστικότητας των συνδικαλιστικών αγώνων των επαγγελματοβιοτεχνών του Μεσοπολέμου».
Πηγή:ertnews/Νάσος Μπράτσος